Η σφαγή στο Κομμένο (16 Αυγούστου 1943)

Του Χέρμαν Φρανκ Μάγερ

Το 98ο Σύνταγμα του αντισυνταγματάρχη Γιόζεφ Ζάλμινγκερ σχεδόν δεν συμμετείχε καθόλου στην επιχείρηση «Αύγουστος». Οι ορεινοί καταδρομείς του συντάγματος έστησαν τον πρόχειρο καταυλισμό τους περίπου 40 χιλιόμετρα νότια των Ιωαννίνων, στην περιοχή της Φιλιππιάδας. Σε μια πλατιά κοιλάδα που τη διασχίζει ο πόταμος Λούρος, κάτω από σκιερά πλατάνια και ελαιόδεντρα, οι στρατιώτες πέρασαν «υπέροχες καλοκαιρινές μέρες και όμορφες βδομάδες», όπως έγραψε ο χρονικογράφος του 12ου Λόχου του 98ου Συντάγματος Χάιντς Χέννε.

«Ο σταθμός διοίκησης μας βρισκόταν ακριβώς δίπλα στο σιγανό και ήρεμο ποτάμι του Λούρου» θυμόταν ο Μαπίας Σταρλ, που για κάποιο διάστημα ήταν υπασπιστής του Ζάλμινγκερ: Ήταν μια βαθιά, πανέμορφη κοιλάδα ανάμεσα σε δύο απότομες βουνοπλαγιές. Τα  περισσότερα υπηρεσιακά καθήκοντα εκτελούνταν στο ύπαιθρο. Επειδή κοντά στον καταυλισμό μας δεν υπήρχε ίχνος αμάχων, ο διοικητής του συντάγματος μας επέτρεψε ως «μικρή υπηρεσιακή στολή» το μαγιό. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ξεκουραστήκαμε από τις επιχειρήσεις μας στη Σερβία και το ανεπιτυχές κυνήγι του Τίτο. Τμήματα του συντάγματος πήγαιναν εναλλάξ με φορτηγά στις υπέροχες αμμουδιές του Ιονίου, και δεν πέρασε πολύς καιρός μέχρι οι ορεινοί καταδρομείς μας να μαυρίσουν σαν τους νέγρους.

Στις 30 Ιουλίου ο Ζάλμινγκερ διέταξε τη μετακίνηση του σταθμού διοίκησης του 98ου Συντάγματος στο λιμάνι της Πρέβεζας, για να μπορεί να επιθεωρεί επιτόπου τις εργασίες στις οχυρώσεις των ακτών και στους δρόμους ανεφοδιασμού. Το Αρχηγείο της μεραρχίας βρισκόταν ακόμα στα Ιωάννινα. Στις 13 Αυγούστου ο Καρλ Βίλχελμ Τίλο εξέφρασε την υποψία πως, μετά τις άκαρπες επιχειρήσεις «Ζάλμινκερ» και «Αύγουστος», το «κέντρο των συμμοριτών» βρισκόταν πλέον νοτιοανατολικά της Άρτας. Πίστευε πως οι περισσότεροι αντάρτες είχαν αποσυρθεί σε αυτή τη περιοχή. Η υπόθεση του Τίλο βασιζόταν σε μια πληροφορία του Ζάλμινγκερ. Στις 12 Αυγούστου ο διοικητής του 98ου Συντάγματος πήρε δύο συντρόφους και τον οδηγό του Μπάντερ (Anton Bader) για να επιθεωρήσει μια ιταλική φρουρά στην Αλυκή, ένα χωριό στον Αμβρακικό κόλπο. Κατά την επιστροφή ο Ζάλμινγκερ είπε στον Μπάντερ να περάσει και από το επόμενο μεγάλο χωριό της περιοχής, το Κομμένο. Εκεί στην κεντρική πλατεία, οι Γερμανοί «διαπίστωσαν την ύπαρξη ομάδας συμμοριτών», όπως ανέφεραν μετά την άφιξη τους στην Πρέβεζα. Συνέστησαν στη διοίκηση της μεραρχίας να γίνει «επιχείρηση εναντίον αυτής της συμμορίας».

Το χωριό Κομμένο βρίσκεται μέσα σε πλούσιους πορτοκαλεώνες στην περιοχή όπου ο Άραχθος χύνεται στον Αμβρακικό. Το 1943 είχε περίπου 600 κατοίκους. Τη ημέρα που ο Ζάλμινγκερ και ο Μπάντερ πέρασαν με το ανοικτό αυτοκίνητο τους από το χωριό, η μοίρα το θέλησε να βρίσκονται εκεί δύο αντιπρόσωποι του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ για να συζητήσουν με τους κατοίκους τις συνεισφορές τροφίμων του Κομμένου σης δυο αντάρτικες οργανώσεις. Ο Στέφανος Παππάς, δάσκαλος από τη μόλις 15 χιλιόμετρα πιο βόρεια πόλη της Άρτας και σύνδεσμος του ΕΔΕΣ, υποστηριζόταν στις διαπραγματεύσεις από τον αντιπρόσωπο του ΕΔΕΣ Κώστα Ιωάννου. Κύρια αποστολή του Ιωάννου ήταν η δημιουργία οργάνωσης νεολαίας του ΕΔΕΣ. Ο Ζέρβας τον είχε διατάξει να λάβει μέρος στις συζητήσεις με τους αγρότες. Όπως ισχυρίστηκε σε συνέντευξη με τον συγγραφέα:

Ήταν η πρώτη φορά που αντάρτες του ΕΛΑΣ πατούσαν το πόδι τους στο Κομμένο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ο ΕΔΕΣ ήταν ικανοποιημένος με 400 οκάδες όσπρια και σιτηρά. Αλλά πλέον απαιτούσε και ο ΕΛΑΣ το μερίδιο του, και ζητούσε και πολλαπλάσιο της ποσότητας (που έπαιρνε ο ΕΔΕΣ). Με την ανάλογη ένταση καβγαδίζαμε λοιπόν με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ και τους χωρικούς στην πλατεία του χωριού.

Η πληροφορία του Ιωάννου δεν είναι ακριβής. Στο Κομμένο υπήρχε ήδη τριανδρία του ΕΑΜ, μέλος της οποίας ήταν και ο Λεωνίδας Τσιμπούκης, ο «πολιτικός». Ο ΕΛΑΣ είχε ακόμα οργανώσει αρκετό καιρό πριν μια «μόνιμη φρουρά» κοντά στο Κομμένο, η οποία επέβαλλε δασμό σε όλα τα προϊόντα που εισάγονταν από τη θάλασσα. Η συμπεριφορά του ΕΔΕΣ δεν διέφερε πολύ. Και ο ΕΔΕΣ έβαζε «φόρο» στα τρόφιμα Που μετέφεραν λαθραία τα καΐκια από τα Ιόνια νησιά, κυρίως ελαιόλαδο και αλάτι.

Το Κομμένο είχε εξελιχθεί σε κόμβο διακίνησης αυτών των βασικών ειδών διατροφής, προκαλώντας βέβαια και το αντίστοιχο ενδιαφέρον του ΕΔΕΣ και του ΕΛΑΣ που ζητούσαν μερίδιο στα κέρδη και στα τρόφιμα. Το εμπόριο αυτό δεν διέλαθε της προσοχής της γειτονικής ιταλικής φρουράς στην Άρτα. Είναι πιθανό αυτός να ήταν και ο λόγος για την επίσκεψη του Ζάλμινγκερ στο χωριό. Ο Αλέξανδρος Μάλλιος, ο πατέρας του οποίου ήταν ένας από τους πλουσιότερους κατοίκους του Κομμένου, εκείνη την εποχή ήταν μόλις 13 ετών. Δεκαετίες αργότερα ανακάλεσε στη μνήμη του πως καβγάδιζαν εκείνο το πρωί της 12ης Αυγού στου στην κεντρική πλατεία και στην ταβέρνα του χωριού οι αντιπρόσωποι του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ. Ξαφνικά, χωρίς την παραμικρή προειδοποίηση, εμφανίστηκε «ένα ανοικτό γερμανικό στρατιωτικό όχημα». Ο οδηγός του έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και έπεσε σ’ ένα χαντάκι. «Μάλλον είδε το πολυβόλο ακουμπισμένο στον τοίχο της ταβέρνας και τα ‘χασε» είπε ο Μάλλιος. Αντί να πυροβολήσουν τους επιβάτες του αυτοκινήτου, μερικοί «συνετοί κάτοικοι του χωριού βοήθησαν τους Γερμανούς, σώζοντας τους έτσι από τη θανατηφόρα ριπή», έγραψε αργότερα ο χρονικογράφος των γεγονότων Στέφανος Παππάς. «Μόλις βγήκε το αυτοκίνητο από το χαντάκι, ο οδηγός έκανε επιτόπου στροφή μέσο στην πλατεία και πήρε πάλι το δρόμο απ’ όπου είχε έρθει». «Μερικές θαρραλέες γυναίκες του χωριού είχαν προλάβει να πετάξουν τα περίστροφα των ανταρτών στους θάμνους πίσω από την ταβέρνα» ανέφερε ο Μάλλιος «Η κατοχή όπλων απαγορευόταν με θανατική ποινή».

Ο φόβος για αντίποινα έκανε πολλούς κατοίκους του Κομμένου «να αναζητήσουν αυθόρμητα καταφύγιο στους βάλτους του Άραχθου». Μια αντιπροσωπεία προεστών αποτελούμενη από τον πρόεδρο του χωριού Λάμπρο Ζορμπά, τον ιερέα Λάμπρο Σταμάτη και τον δάσκαλο Στέφανο Παππά έφυγε για την Άρτα με σκοπό να αναφέρει το συμβάν στην ιταλική φρουρά. «Η αντιπροσωπεία επέστρεψε στις 13 Αυγούστου» είπε ο Μάλλιος «με την καλή είδηση πως τους είχαν διαβεβαιώσει δεν υπήρχε λόγος για ανησυχία. Οι κάτοικοι του χωριού δεν ήταν υπεύθυνοι γι συμβάν με το πολυβόλο. Η συμπεριφορά τους ήταν σωστή, καθώς βοήθησαν Γερμανούς και ειδοποίησαν αμέσως το Φρουραρχείο για τα καθέκαστα».

Από την πλευρά των Γερμανών τα αποτελέσματα της επιθεώρησης του Ζάλιγκερ στις 12 Αυγούστου καταγράφηκαν στο πολεμικό ημερολόγιο ως έξης: «Μέσω ιδίας αναγνώρισης διαπιστώθηκε ότι το Κομμένο (12 χιλιόμετρα νότια-νοτιοανατολικά της Άρτας) είναι υπό την κατοχή συμμοριών (…) 25-30 άνδρες, τροπικές στρατιωτικές στολές. Δεν υπάρχει προς το παρόν πρόθεση για αντίμετρα». Ο Τίλο ενημέρωσε την ίδια κιόλας μέρα την Ομάδα Στρατιών Ε στο Αρσακλί, προσθέτοντας ότι «το αποτέλεσμα της αναγνώρισης επιβεβαιώθηκε και από το ιταλικό Φρουραρχείο της Άρτας». Προφανώς οι Ιταλοί είχαν ενημερώσει την 1η Ορεινή Μεραρχία νια τη συνάντηση τους με την αντιπροσωπεία από το Κομμένο. Ο ίδιος ο Τίλο στηρίζει έμμεσα την υπόθεση αυτή, καθώς στις 15 Αυγούστου είπε ότι με βάση «τις αναφορές πληροφοριοδοτών και ιταλικές πληροφορίες [… ] έχει ενισχυθεί η εντύπωση» πως «ισχυρές ομάδες συμμοριτών» είχαν οπισθοχωρήσει στην περιοχή νοτιοανατολικά της Άρτας. Μια επιχείρηση εναντίων τους θα είχε όμως πιθανότητες επιτυχίας μόνο στην περίπτωση που «ο ανδρικός πληθυσμός στο σύνολο του συλληφθεί και εκτοπιστεί».

Η απόφαση για την προετοιμασία μιας «αιφνίδιας επιχείρησης εναντίον της διαπιστωμένης συμμορίας στο Κομμένο» ελήφθη στις 14 Αυγούστου. Ο υπολοχαγός Μιμπαλντ Ραΐζερ έλαβε διαταγή να διεξαγάγει την επιχείρηση με τον 12ο Λόχο του 98 Συντάγματος στις 16 Αυγούστου. Τριάντα χρόνια αργότερα ο προϊστάμενος του Ράιζερ διοικητής τάγματος Ράινχολντ Κλέμπε κατέθεσε πως την παραμονή της επιχείρησης «ο συνταγματάρχης Ζάλμινγκερ διέταξε να παρουσιαστεί μπροστά του ο λόχος, στον οποίο και έβγαλε λόγο επειδή μια γερμανική μονάδα μόλις είχε δεχτεί επίθεση από τους αντάρτες». Εξαιτίας του «ύπουλου τρόπου μάχης» των ανταρτών, ο Ζαλμινγκερ διέταξε «να ενεργήσουν με σκληρότητα». Ο Άλμπερτ Ζοντχάιμερ (Albert Sontheimer), που εκείνη την εποχή ήταν μόλις 21 ετών, είπε ότι ο Ζάλμινγκερ ισχυρίστηκε στο λόγο του πως «δέχτηκε πυρά από τους αντάρτες ενώ διέσχιζε το χωριό». Παρόμοια ήταν η μαρτυρία του Άντον Τσήγκλερ, πρώην υποδεκανέα και «πρώτου πολυβολητή» μιας διμοιρίας του 12ου Λόχου του 98ου Συντάγματος: Μας είπαν τότε πως ο υψηλόβαθμος αξιωματικός που ήταν μέσα στο τζιπ όταν έγινε το δυστύχημα στην πλατεία εκείνου του χωριού ήταν ο διοικητής του συντάγματος μας Ζάλμινγκερ. Μετά την επιστροφή του στην κοιλάδα του Λούρου αποφασίστηκε μάλλον αμέσως ότι έπρεπε να γίνει μια επιχείρηση κατά του χωριού, όπου διέμεναν αντάρτες.

Ο Τσήγκλερ ήταν 18 ετών όταν κατατάχθηκε στους ορεινούς καταδρομείς. Έπειτα από βασική εκπαίδευση έξι μηνών και μια εικοσάμηνη πορεία 1.000 χιλιόμετρα ο νεαρός πολυβολητής πήρε το βάπτισμα του πυρός στη μάχη του Χαρκόβου. «Θεωρητικά το πολυβόλο μου μπορούσε να ρίξει γύρω στις 1.400 σφαίρες το λεπτό» εξηγούσε ο Τσήγκλερ, και τόνιζε, όχι χωρίς περηφάνια, ότι από την αρχή μέχρι το τέλος του πολέμου ήταν πρώτος πολυβολητής στη διμοιρία του. Μέσα σε κάθε κουτί πυρομαχικών υπήρχαν 300 σφαίρες. Ως πρώτος σκοπευτής, τελείωνα συνήθως τρία τέτοια κουτιά την ημέρα. Στον Καύκασο οι εφοδιοπομπές δεν έφταναν, λόγω των τεράστιων αποστάσεων. Ενισχύσεις με φρέσκες δυνάμεις δεν έφταναν έτσι κι αλλιώς. Υπήρχαν βδομάδες που έπρεπε να κάνουμε εξορμήσεις κάθε μέρα. Από 6 άνδρες γύριζαν συχνά πίσω μόνο οι 2. Από τους συναδέλφους με τους οποίους ξεκίνησα για το μέτωπο, δεν έχω δει ξανά κανέναν μετά τον πόλεμο. Σκοτώθηκαν όλοι. Είμαι ο μόνος που κατάφερε να επιζήσει.

Ο Αντον Τσήγκλερ ήταν ένας άνδρας με κορμοστασιά γίγαντα. Με περηφάνια έδειξε στον συγγραφέα τις διακρίσεις του – τον Σιδηρούν Σταυρό Πρώτης Τάξεως, που δεν απονεμόταν συχνά σε υποδεκανείς, και δίπλα στον Σιδηρούν Σταυρό Δευτέρας Τάξεως το πραγματικά σπάνιο παράσημο της «ταινίας για μάχη εκ του συστάδην».

Στην ερώτηση πότε κέρδιζε κανείς αυτό το παράσημο, ο Τσήγκλερ απάντησε «Όταν αντίκριζε το ασπράδι στο μάτι του εχθρού». Και συνέχισε εξηγώντας με τον τρόπο του τι ακριβώς σήμαινε τότε γι’ αυτούς η λέξη «πόλεμος»: Όταν κρατά κανείς κάθε μέρα ένα πολυβόλο στο χέρι, αρχίζει πλέον να το βλέπει μόνο σαν εργαλείο. Είναι σαν να βγαίνει ένας χωρικός με το δρεπάνι στον αγρό για θερίσει. Αυτή ήταν η δική μας καθημερινότητα τότε. Το να σκοτώσεις 10 ανθρώπους μέσα σε μία μέρα δεν ήταν τίποτα. Ήταν σαν να θέριζες [… ] Όταν μας πήγανε στη Μεσόγειο για ξεκούραση, στο λόχο μου είχαμε απομείνει μόνο 13 άτομα. Αντί όμως να ξεκουραστούμε, είχαμε να αντιμετωπίσουμε έναν νέο αντίπαλο. Έναν αντίπαλο που τον μισούσα γιατί δεν ερχόταν ποτέ να σε πολεμήσει κατάματα, άνδρας με άνδρα. Περίμενε πάντα την κατάλληλη στιγμή για να σου ρίξει στην πλάτη. Ποτέ δεν ήξερες αν πίσω από την επόμενη στροφή, δέντρο ή βράχο δεν υπήρχε ένας συμμορίτης για να ξαπλώσει κάτω και τον επόμενο συνάδελφο σου.

Ο Τσήγκλερ δεν ήθελε να πει τίποτα για τις σφαγές γυναικόπαιδων και ηλικιωμένων στους αγρούς γύρω από τη Μουσιωτίτσα, προφασιζόμενος πως δεν μπορούσε να θυμηθεί. Αλλά η επιχείρηση στο Κομμένο ήταν ακόμα καθαρά μπροστά στα μάτια του και ήταν πρόθυμος να μιλήσει γι’ αυτήν: Ο λόχος μας κλήθηκε να παρουσιαστεί στο στρατόπεδο και ο διοικητής του Βίλλυ Ραίζερ μας εξήγησε τα σχέδια για την επιχείρηση αντιποίνων το επόμενο πρωί. Ο διοικητής της μεραρχίας μας είχε δεχτεί πυρά στο χωριό, και για το λόγο αυτό το χωριό έπρεπε να πληρώσει. Το είχε πει ο Ζάλμινγκερ. Το χωριό που θα κάναμε την εκκαθάριση ήταν «μολυσμένο» από συμμορίτες. Ναι, και μετά μας είπαν να θερίσουμε τους πάντες γιατί οι Άγγλοι είχαν βομβαρδίσει την Κολωνία. Πολλά αθώα γυναικόπαιδα είχαν χάσει τη ζωή τους σ’ εκείνους τους βομβαρδισμούς. Γύρω στις 3:00 π.μ. της 16ης Αυγούστου ο διοικητής του λόχου Ραίζερ ξύπνησε  τον Τσήγκλερ και τους συντρόφους του. Το προηγούμενο βράδυ οι άνδρες είχαν λάβει διαταγή να πέσουν να κοιμηθούν νωρίτερα από το συνηθισμένο, αλλά δεν τους έπιανε ύπνος. Όπως ανέφερε ο Τσήγκλερ: Αν και το στρατόπεδο φυλασσόταν καλά, ο φόβος να δεχτούμε επίθεση από τους αντάρτες ήταν μόνιμος και δεν με άφηνε ποτέ να βρω ησυχία. Εξάλλου εκείνη την εποχή η ζέστη μέσα στη σκηνή μας, που ήταν για τέσσερις άνδρες, ήταν αφόρητη. Βαριόμασταν και από την αβεβαιότητα για την επικείμενη επιχείρηση αντιποίνων.

Ο Τσηγκλερ μίλησε λοιπόν ξεκάθαρα για «επιχείρηση αντιποίνων» και όχι για «επιχείρηση εκκαθάρισης». Παρόμοιες ήταν και οι αναμνήσεις του Ζήγκφρηντ Κίτσερ (Siegfries Kitzer), που ανήκε στο προσωπικό κουζίνας και έκανε λόγο για «ειδική επιχείρηση»:

Το πρωί έπρεπε να μοιράσω καφέ στους στρατιώτες που ήταν έτοιμοι να φύγουν. Τότε ζητήθηκαν εθελοντές για μια «ειδική επιχείρηση». Αλλά επειδή παρουσιάστηκαν οικειοθελώς μόνο 12-15 στρατιώτες, η αναζήτηση εθελοντών ακυρώθηκε και αναγκάστηκε να πάει ολόκληρος ο 12ος λόχος του 98ου Συντάγματος.

Οι μαρτυρίες του Τσήγκλερ και του Κίτσερ αποτελούν ένδειξη πως η επιχείρηση δεν ήταν μια αναγνώριση ρουτίνας, αλλά μια πολύ συγκεκριμένη «τιμωρία πολιτών». Μιας και δεν παρουσιάστηκαν αρκετοί εθελοντές, ο Ζάλμινγκερ και ο Κλέμπε υποχρέωσαν τον εικοσιεννιάχρονο Βίλλυ Ραίζερ να πάρει τουλάχιστον δύο διμοιρίες του λόχου για να διεξαγάγει την «επιχείρηση αντιποίνων». Αλλά υπήρξε και μία εξαίρεση που δείχνει πως ήταν δυνατό να αποφύγει κανείς τη συμμετοχή σε μια τέτοια «ειδική επιχείρηση» αν πραγματικά το ήθελε. Ο Μαξ Ιλγκ (Max Ilg) ήταν διμοιρίτης του Τσήγκλερ. Το 1972 κατέθεσε ενώπιον της γερμανικής δικαιοσύνης ότι ο Ραίζερ, με τον οποίο είχε «συχνές αντιπαραθέσεις» γιατί δεν ήθελε να παίρνει μέρος σε τέτοιες ενέργειες, τον «απέκλεισε συνειδητά από αυτή την επιχείρηση αντιποίνων». Προφανώς ο Ραίζερ δεν θεωρούσε τον Ιλγκ ικανό για τη σκληρότητα και την κτηνωδία που απαιτούνταν σε μια επιχείρηση τέτοιου είδους και προτίμησε να αφήσει το σημαντικό αυτό πρόσωπο (ας μην ξεχνάμε πως ο Ιλγκ διοικούσε διμοιρία) στο στρατόπεδο. Αντίθετα, στην επιχείρηση αναγκάστηκε να πάρει μέρος ο νοσοκόμος Γιόχαν Έκερ, παρά την αδιαθεσία και το στομαχόπονο που επικαλέστηκε. Ο Έκερ αποκαλούσε τον Ραίζερ «150% ναζί», και μάλιστα στο Μαυροβούνιο του είχε κολλήσει το παρωνύμιο «ο Νέρωνας του 12/98».

Ο Έκερ και ο εικοσάχρονος τότε Αυστριακός Άουγκουστ Ζάιτνερ (August Seitner) θυμήθηκαν πως το πρωί της 16ης Αυγούστου στην άκρη του στρατοπέδου είχαν παρκάρει τέσσερα ή πέντε φορτηγά. «Ολόκληρος ο 12ος Λόχος έφευγε πλήρως εξοπλισμένος με όλμους, πολυβόλα κτλ.». Οπλισμένοι σαν τους αστακούς, οι 120 στρατιώτες του λόχου αναχώρησαν στις 4:00 π.μ. Ανέβασαν στα φορτηγά ακόμα και τα υποζύγια. «Πήραμε το δρόμο προς την ακτή» ανέφερε ο Ζάιτνερ. «Το ταξίδι κράτησε περίπου μιάμιση ώρα. Δεν θυμάμαι πλέον πώς ακριβώς λεγόταν το χωριό όπου σταματήσαμε» . Στο μεταξύ ο διοικητής του 3ου Τάγματος ταγματάρχης Ράινχολντ Κλέμπε αποφάσισε να λάβει μέρος στην επιχείρηση «ως φιλοξενούμενος, όσο μακάβριο κι αν ακούγεται», όπως είπε ο Έκερ. Η πορεία προς το Κομμένο έγινε γρήγορα και χωρίς παρενοχλήσεις από τον εχθρό, κατά μήκος του Λούρου με κατεύθυνση την Άρτα Λίγο πριν από την πόλη η φάλαγγα πέρασε πάνω από το περίφημο Γεφύρι, που κτίστηκε επί Τουρκοκρατίας, γύρω στο 1600, και με τα περίτεχνα τόξα του επιτρέπει το πέρασμα πάνω από τον Άραχθο. Λίγο μετά ξεκινάει ο δρόμος προς το Κομμένο. Οι καταδρομείς δεν θεώρησαν απαραίτητο να στείλουν αναγνωριστική εμπροσθοφυλακή αν και ο δρόμος μεταξύ της Άρτας και του Κομμένου περνάει και από περιοχές κατάλληλες για ενέδρα: Ενώ από τη δεξιά πλευρά ο Άραχθος θα εμπόδιζε κάθε προσπάθεια οπισθοχώρησης, στην αριστερή πλευρά βρίσκονται υψώματα από τα οποία οι αντάρτες θα μπορούσαν ευκολότατα να επιτεθούν. Οι Γερμανοί πρέπει να ένιωθαν απόλυτα ασφαλείς. Ο εκπρόσωπος του ΕΔΕΣ Κώστας Ιωάννου, που ήταν παρών στο επεισόδιο στο Καμμένο, δεν το θεώρησε απαραίτητο να επιστρέφει το συντομότερο δυνατό στο Αρχηγείο του ΕΔΕΣ για να επιστήσει την προσοχή των ανταρτών στον κίνδυνο που διέτρεχε το χωριό να υποστεί αντίποινα. Ούτε και οι αντιπρόσωποι του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ φαίνεται να έλαβαν κανένα προληπτικό μέτρο. Το βέβαιο είναι πως κανένας αντάρτης δεν είχε τοποθετηθεί στον μοναδικό δρόμο που συνέδεε την Άρτα με το Κομμένο νια να προειδοποιήσει τους κατοίκους του χωριού για την επικείμενη επίθεση. Ο Ιωάννου δικαιολόγησε ολιγόλογα τη στάση του αναφέροντας πως «μετά το επεισόδιο με τους Γερμανούς επισκέφτηκα κάποιο φίλο που ζούσε πάνω στο δρόμο ανάμεσα στο Κομμένο και την Άρτα». Το θόρυβο των φορτηγών τον άκουσε το πρωί της 16ης Αυγούστου «ήδη από μακριά. Με έβγαλε απ’ τον ύπνο μου», είπε ο Ιωάννου. «Από την ταράτσα του σπιτιού μπόρεσα να δω από πολύ κοντά τα φορτηγά να περνούν».

Το γεγονός πως δεν ελήφθη κανένα μέτρο για την προστασία του άμαχου πληθυσμού ίσως να έχει σχέση με την απόφαση των Βρετανών να διακόψουν τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο κάθε επιχείρηση κατά του εχθρού. Ο Τομ Μπαρνς σημείωσε το 1945 στην τελική αναφορά του για τη δράση του στην Ήπειρο ότι έλαβε μέρος «στις 15 και 16 Αυγούστου (1943) σε μια μεγάλη συνάντηση ανάμεσα σε όλους τους ανώτερους Έλληνες αξιωματικούς, συμπεριλαμβανομένων του στρατηγού Ζέρβα και του Άρη Βελουχιώτη, και σχεδόν όλους τους Βρετανούς συνδέσμους που δρούσαν στην Ήπειρο» στα Άγναντα, ένα ορεινό χωριό στα Τζουμέρκα. «Ο στρατηγός Ζέρβας και ο Άρης έβγαλαν λόγους με την υπόσχεση να κάνουν ειρήνη και μελλοντικά να συνεργαστούν με όλη τους την ψυχή. Τις μέρες εκείνες το χωριό Άγναντα ξεχείλιζε από όρκους φιλίας και αδελφοσύνης».

Ενώ λοιπόν οι σημαντικότεροι πρωταγωνιστές της Αντίστασης, ο Τομ Μπαρνς, ο Ναπολέων Ζέρβας και ο Άρης Βελουχιώτης, έβγαζαν πανηγυρικούς λόγους και γιόρταζαν το μακρύ Σαββατοκύριακο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, οι ορεινοί καταδρομείς κατευθύνονταν ανενόχλητοι προς το Κομμένο. Ο Βιεννέζος ‘Οττο Γκόλντμαν (Otto Goldmann) δεν ήταν τότε ούτε 18 ετών. Σε κατάθεση του ανέφερε τα ακόλουθα: Ήταν η μοναδική φορά που έλαβα μέρος σε παρόμοια επιχείρηση, γι’ αυτό θυμάμαι καλά τόσες πολλές λεπτομέρειες. Ήδη πριν από την έναρξη της επιχείρησης συζητούνταν σε ολόκληρο το στρατόπεδο ότι κάποιος αξιωματικός της μονάδας μας είχε δεχτεί πυρά στο χωριό, αλλά είχε καταφέρει να διαφύγει […] Αμέσως αφότου κατεβήκαμε από τα φορτηγά συγκεντρωθήκαμε και κάποιος αξιωματικός μάς έδωσε τη διαταγή πως σε αυτή την επιχείρηση αντιποίνων δεν έπρεπε κανένας (Έλληνας) να εγκαταλείψει το χωριό ζωντανός. Ο αξιωματικός μάς είπε χαρακτηριστικά  «να θερίσουμε τους πάντες».

Όπως επιβεβαίωσαν πολλά πρώην μέλη του 12ου Λόχου, τη φρικτή αυτή διαταγή την ανακοίνωσε ο υπολοχαγός Βίλλυ Ραίζερ όταν οι στρατιώτες κατέβηκαν από τα φορτηγά στις 5:30 π.μ. της 16ης Αυγούστου μπροστά στην παλιά εκκλησία στην είσοδο του χωριού. «Δεν επιτρέπεται να επιζήσει κανείς, όλοι πρέπει να εξοντωθούν» θυμόταν τα λόγια του Ραίζερ ο Καρλ Ντεφρέγκερ (Karl Defregger) από το Λιέντς. Εκείνες τις πρώτες πρωινές ώρες ελάχιστοι κάτοικοι είχαν ξυπνήσει. Ο Φραντς Σον (Franz Schon) ανέφερε ότι στο δρόμο προς το χωριό αντίκρισε «γυναίκες με κανάτια νερό στο κεφάλι» και τους έκανε νοήματα να μη συνεχίσουν «γιατί θα γινόταν επιχείρηση». Ο ιερέας του χωριού Λάμπρος Σταμάτης όμως είχε ήδη σηκωθεί και ήταν καθ’ οδόν προς την εκκλησία, θέλοντας να επιστρέψει τα άμφια που είχε φορέσει το προηγούμενο βράδυ για το γάμο της εικοσιδυάχρονης Αλεξάνδρας Μάλλιου. Συνάντησε τους Γερμανούς με το ευαγγέλιο και «ένα σταυρό στο χέρι», όπως έγραψε ο δάσκαλος Παππάς. «Ο ιερέας ήθελε να πείσει τον διοικητή της επιχείρησης υπολοχαγό Ραίζερ να μην επιτεθεί στο χωριό» είπε κάποιος άλλος από τους στρατιώτες που έλαβαν μέρος σε αυτήν. Ο Ραίζερ τον γάζωσε ο ίδιος με μια ριπή από το αυτόματο όπλο του, χωρίς να ανοίξει καν συζήτηση με τον φιλήσυχο ιερέας ούτε αυτός, ούτε ο ταγματάρχης Κλέμπε. Το πτώμα του παπα-Λάμπρου Σταμάτη βρέθηκε αργότερα στα σκαλοπάτια της εκκλησίας. «Το σώμα του είχε τρυπηθεί από τέσσερις με πέντε σφαίρες, ενώ δύο σφαίρες είχαν πετύχει το σταυρό», όπως έγραψε ο Παππάς. Το αιματοβαμμένο ευαγγέλιο εκτίθεται σήμερα ως κειμήλιο του μαρτυρίου στην εκκλησία του χωριού.

Στη συνέχεια το Κομμένο περικυκλώθηκε ταχύτατα από τρεις πλευρές. Επειδή δυτικά του χωριού κυλούσε ο Άραχθος, ο Ραίζερ προτίμησε να μη στείλει στρατιώτες σε εκείνο το φυσικό εμπόδιο. Οι φρουροί στα τρία σημεία πήραν διαταγή από τον Ραίζερ και έναν διμοιρίτη, τον ανθυπολοχαγό Χέρμαν Ντελάχερ (Hermann Delacher) να πυροβολούν οποιονδήποτε θα προσπαθούσε να διαφύγει. Στο μεταξύ, σύμφωνα με την κατάθεση του εικοσιδυάχρονου Άλφρεντ Λΐμπερτ (Alfred Limpert), στήθηκαν όλμοι και ρίχτηκαν «περίπου 30 βολές προς την κατεύθυνση του χωριού». Οι ριπές από τα πολυβόλα και τα αυτόματα σήκωσαν τους αιφνιδιασμένους κατοίκους του Κομμένου από τα κρεβάτια τους. «Από την πλευρά των κατοίκων δεν υπήρξε καμία αντίσταση. Ούτε ένας πυροβολισμός δεν έπεσε προς το μέρος μας, και δεν είχαμε τραυματίες» δήλωσε ο τότε δεκανέας Καρλ Ντεφρέγκερ – ένα σχόλιο αντιπροσωπευτικό όσων είπαν όλα σχεδόν τα πρώην μέλη του λόχου που έλαβαν μέρος στην επιχείρηση. «Ακούγονταν πυρά από τουφέκια και οπλοπολυβόλα. Η μονάδα έμπαινε στο χωριό». Λίγοι μόνο απ’ όσους συμμετείχαν ισχυρίστηκαν ότι μπορούσαν να θυμηθούν πυρά από την πλευρά του χωριού. Και κατά πάσα πιθανότητα μπέρδεψαν τα πυρά των συναδέλφων τους με πυροβολισμούς των υποτιθέμενων «συμμοριτών». Οι αντάρτες είχαν σπεύσει να εγκαταλείψουν το Κομμένο αμέσως μετά το επεισόδιο με το αυτοκίνητο του Ζάλμινγκερ στις 12 Αυγούστου. Ούτε και στις διάφορες ελληνικές μαρτυρίες υπάρχουν ενδείξεις ότι στο χωριό έπεσαν πυροβολισμοί από ελληνικής πλευράς, πολύ περισσότερο ότι Έλληνες άνοιξαν το πυρ.

Περίπου 100 μέτρα πίσω από την εκκλησία κοντά στην οποία είχαν σταθμεύσει τα φορτηγά βρίσκεται η μεγάλη κεντρική πλατεία του χωριού. Εδώ είχε πέσει ο Μπάντερ με το όχημα του στο χαντάκι στις 12 Αυγούστου. Η πλατεία ήταν ακόμα σημαιοστολισμένη λόγω των εορτασμών της προηγούμενης μέρας, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Πολλοί ξένοι από τα γύρω χωριά είχαν έρθει στο Κομμένο νια τη σημαντική γιορτή. Στο χωριό βρίσκονταν επίσης πολλοί καλεσμένοι για το γάμο της Αλεξάνδρας Μαλλιού. Το γλέντι είχε γίνει στη μικρή πλατεία δίπλα στο σπίτι της οικογένειας. Πάνω στο δρόμο που οδηγούσε στην πλατεία βρισκόταν το σπίτι του Χρήστου Μπίτση. Βαριά τραυματισμένος -αργότερα χρειάστηκε να ακρωτηριαστούν και τα δυο του πόδια-, κρύφτηκε στο ψηλό γρασίδι κάτω από μια πορτοκαλιά. Ανίκανος να αντιδράσει, έγινε απελπισμένος μάρτυρας της δολοφονίας των εννέα μελών της οικογένειας του από έναν Γερμανό στρατιώτη που στη συνέχεια έβαλε φωτιά στο σπίτι και ανέβηκε στην πορτοκαλιά κάτω από την οποία είχε κρυφτεί ο Μπίτσης για να κόψει φρέσκα φρούτα. Η Μαρία Μαγγιώρου ήταν τότε 5 ετών. Η μητέρα της κρύφτηκε μαζί με τη Μαρία και την 1 έτους αδερφή της στους θάμνους. «Όταν πέρασε ξυστά από δίπλα μας ένας στρατιώτης, το μωρό άρχισε να κλαίει» είπε στον συγγραφέα. «Η μητέρα μέσα στον πανικό της προσπάθησε να του κλείσει το στόμα. Ο Γερμανός όμως συνέχισε το δρόμο του. Δεν μας άκουσε».

Η Ισμήνη Σπυροκώστα πίστευε ακράδαντα ακόμα και τη μέρα που μίλησε με τον συγγραφέα πως χρωστούσε τη ζωή της σε έναν Ιταλό που της έκανε νόημα να κρυφτεί πίσω από έναν τοίχο και να μην το κουνήσει από εκεί. Γεγονός είναι όμως πως στην επιχείρηση δεν συμμετείχε κανένας Ιταλός. Επέζησε παρά τον βαρύ τραυματισμό της στο σβέρκο και κατέθεσε πώς δολοφονήθηκαν πρώτα ο πατέρας της στην είσοδο του σπιτιού, και μετά η γιαγιά, ο αδερφός και η αδερφή της. Η ενενηντάχρονη γερόντισσα σερνόταν στο έδαφος και με δάκρυα στα μάτια ικέτευε να λυπηθούν το παιδί και τα εγγόνια της. «Η απάντηση ήταν μια κλοτσιά και μια σφαίρα. Μετά καταλήστευσαν τα μπαούλα με τα προικιά». Η μικρή Ισμήνη είδε στο γειτονικό σπίτι τον Αντώνιο Αποστόλου να προσπαθεί να ριχτεί προστατευτικά μπροστά από το παιδί του και να εκλιπαρεί τους δολοφόνους να το αφήσουν να ζήσει. «Τον πυροβόλησαν στην πλάτη. Το είδα με τα ίδια μου τα μάτια. Θυμάμαι κάθε λεπτομέρεια. Δεν ήταν όνειρο» έλεγε και ξανάλεγε η Σπυροκώστα. Οι σκηνές που εκτυλίσσονταν εκείνες τις στιγμές στο Κομμένο ήταν τόσο φρικιαστικές, που κλόνισαν ακόμα και μερικούς από τους σκληροτράχηλους ορεινούς καταδρομείς. Επιζώντες ανέφεραν πως ορισμένοι στρατιώτες πυροβολούσαν μπροστά στα πόδια των Ελλήνων και τους φώναζαν να εξαφανιστούν. Φαίνεται δεν άντεχαν να πυροβολήσουν γυναικόπαιδα. «Θυμάμαι ακόμη ακριβώς» είπε ο Ντεφρέγκερ «ότι προσπάθησα να σώσω τέσσερα παιδάκια [… ] περίπου 3 έως 5 ετών. Τα έκρυψα κάτω από μια κουβέρτα. Δεν ξέρω αν τελικά ανακαλύφθηκαν αργότερα και εκτελέστηκαν», Με παρόμοιο τρόπο σώθηκε η γυναίκα του Ευστάθιου Μαγγιώρου. Έπεσε στα γόνατα μπροστά σ’ έναν στρατιώτη, εκλιπαρώντας τον να της χαρίσει τη ζωή. «Με μια χειρονομία» της έκανε νόημα να κρυφτεί πίσω από το σπίτι.

Μόνο διμοιρίτες και υπαξιωματικοί είχαν οπλοπολυβόλα. Οι απλοί στρατιώτες είχαν καραμπίνες και χειροβομβίδες. Ο Γιόζεφ Ρηντλ (Josef Reidl) κατέθεσε τα εξής: Οι κάτοικοι του χωριού που προσπαθούσαν να διαφύγουν εκτελούνταν. Το ίδιο ίσχυε και για όσους κρύβονταν μέσα στα σπίτια. Ρίχναμε χειροβομβίδες μέσα στα σπίτια και μετά πυροβολούσαμε με καραμπίνες και αυτόματα όπλα μέσα από τις κλειδαμπαρωμένες πόρτες. Η επίθεση κράτησε αρκετές ώρες. Πολλά πτώματα  κάηκαν μέσα στα σπίτια και η δυσοσμία ήταν αφόρητη. Όταν τα θύματα έβγαιναν με κραυγές μέσα από τα φλεγόμενα σπίτια, οι καταδρομείς έπρεπε να ξαναγεμίσουν τα όπλα τους για να μπορέσουν να ξαναπυροβολήσουν. Πρόσωπο με πρόσωπο με αθώες γυναίκες, γέροντες, γερόντισσες και νεογέννητα, γέμιζαν τα όπλα τους, σημάδευαν και πυροβολούσαν. Ο νοσοκόμος Γιόχαν Έκερ καθόταν άπρακτος μέσα στο φορτηγό, γιατί δεν είχε κανένα Γερμανό τραυματία να περιθάλψει. Με φρίκη θυμήθηκε αργότερα: «Ήδη από την είσοδο στο χωριό άκουγα στρατιώτες να φωνάζουν ο ένας στον άλλο: Πυροβόλησε εσύ! Εγώ δεν μπορώ! Κουβαλάς πολυβόλο ή αυτόματο, και είναι πιο εύκολο για σένα. Εγώ πρέπει να σημαδεύω».

Οι πρώτες είκοσι οικογένειες που συνάντησαν οι καταδρομείς κατά την είσοδο τους στο χωριό ξεκληρίστηκαν όλες, ανάμεσα τους και η οικογένεια του προέδρου της κοινότητας Λάμπρου Ζορμπά. Είκοσι οικογένειες σε έναν μόνο δρόμο! Τύχη μέσα στην ατυχία τους είχαν όσοι κάτοικοι έμεναν κοντά στον Άραχθο και ήξεραν κολύμπι. Σώθηκαν περνώντας στην απέναντι όχθη. Άλλοι μετά τους πρώτους πυροβολισμούς έτρεξαν στα χωράφια, κρύφτηκαν πίσω από χωματόλοφους, μέσα σε αυλάκια και ανάμεσα στα ψηλά καλάμια στις όχθες του ποταμού, ή αναζήτησαν καταφύγιο πίσω από πορτοκαλιές και φράχτες.

Ακολουθώντας το λασπωμένο μονοπάτι μέσα από τους πορτοκαλεώνες, οι άνθρωποι κατέφευγαν στην όχθη του ποταμού. Γυναίκες που δεν ήξεραν κολύμπι μπήκαν σαν ζωντανή ασπίδα μπροστά από τα παιδιά τους που ούρλιαζαν. Ταραγμένοι άνδρες προσπαθούσαν να καθησυχάσουν τα παιδιά και σχεδόν τα έπνιγαν κλείνοντας τους το στόμα, καθώς ο επόμενος Γερμανός σκοπός βρισκόταν μόλις 300 μέτρα μακριά. Κάποιοι άλλοι, απεγνωσμένοι, προσπάθησαν να περάσουν τον κόσμο απέναντι με ένα πριάρι, μια μικρή βάρκα με μήκος το πολύ 5 μέτρα και πλάτος 1. Δύο φορές κατάφεραν να διασχίσουν τον 60 μέτρα πλατύ ποταμό. Η τρίτη όμως αποδείχθηκε μοιραία: Η βάρκα βούλιαξε από το υπερβολικό βάρος. Συνολικά 17 νέοι άνθρωποι που δεν ήξεραν κολύμπι άρχισαν να παλεύουν για να κρατηθούν στην επιφάνεια, ενώ οι απελπισμένοι γονείς παρακολουθούσαν με αγωνία από την όχθη. Ο μόλις εικοσιδυάχρονος τότε Σεραφείμ Στασινός, ιερέας που δεν καταγόταν από Κομμένο και είχε έρθει στο χωριό για την Κοίμηση της Θεοτόκου, είδε να παρασύρονται τα δύο παιδιά του από το ποτάμι και να πνίγονται. Μέρες αργότερα τα τουμπανιασμένα πτώματα τους βρέθηκαν σε σφιχτό εναγκαλισμό μέσα στα καλάμια. Μόνο δύο παιδιά ηλικίας 12 και 14 ετών κατάφεραν να φτάσουν στην απέναντι σωτήρια όχθη του ποταμού. Ακόμα και ο καλός κολυμβητής Σεργιάννης δεν κατάφερε να αντισταθεί στο ισχυρό ρεύμα• με το παιδί του σφιχτά στην αγκαλιά, χάθηκε μέσα στα νερά του ποταμού. Στο μεταξύ στο χωριό οι καταδρομείς συνέχιζαν το κυνήγι. Η Ρίνα, σύζυγος του Θωμά Κοντογιάννη, βρισκόταν μέσα σε ένα σωρό από καταματωμένα πτώματα και κατάφερε να σωθεί ως εκ θαύματος. Κατέθεσε αργότερα ότι είδε κάποιο στρατιώτη να σέρνει με τη βία τη σύζυγο του Βασίλειου Σκουραβέλη Θεοδώρα. Παρά τις οιμωγές και τα παρακάλια της, ο στρατιώτης πρώτα τη βίασε, και μετά τη δολοφόνησε με μια σφαίρα στο κεφάλι. Η Κοντογιάννη και άλλοι αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν με φρίκη πως καταδρομείς έχωσαν στα στόματα των δύο επτάμηνων παιδιών του Ευστάθιου και του Χρήστου Κολιοκώτση βαμβάκι ποτισμένο με βενζίνη, και μετά του έβαλαν φωτιά. Ο δεύτερος παπάς του χωριού Ζώης Παππάς βρέθηκε σκοτωμένος από ξιφολόγχη, με τα μάτια βγαλμένα. Με τρόμο διηγήθηκαν επίσης οι επιζώντες τον αποτρόπαιο θάνατο της εικοσιενάχρονης εγκύου Παναγιώτας Τσιμπούκη. Βρέθηκε νεκρή, με την κοιλιά ανοιγμένη κάτω από τον πλάτανο στην πλατεία του χωριού. Ο σαδιστής δολοφόνος της Τσιμπούκη είχε τοποθετήσει το έμβρυο στην αγκαλιά της. Ο αγρότης Άουγκουστ Ζάιτνερ από το Μπαντ Ισλ αφηγήθηκε ότι φρουρούσε με πέντε ακόμα συναδέλφους την εξωτερική περίμετρο του χωριού. Περίπου πέντε άνδρες και γυναίκες προσπάθησαν να σπάσουν τον κλοιό και να διαφύγουν. Ο Ζάιτνερ παραδέχτηκε ανοικτά πως άρχισε να πυροβολεί: «Είδα τα πτώματα των πυροβολημένων να κείτονται στο χώμα. Ήταν όλοι νεκροί, δεν χωράει καμία αμφιβολία». Ο Ζάιτνερ έκανε ύστερα ένα γύρο στο χωριό και υπολόγισε τον αριθμό των θυμάται γύρω στα 300 άτομα. Στην κατάθεση του ανέφερε: Κάτι που μ’ έκανε πραγματικά να αηδιάσω ήταν πως ορισμένοι από τους στρατιώτες του 12ου Λόχου ασελγούσαν πάνω στα πτώματα. Είδα ο ίδιος κάποιους στρατιώτες να χώνουν μπουκάλια μπίρας στα αιδοία των νεκρών γυναικών. Νομίζω πως είδα και πτώματα με βγαλμένα μάτια. Στην ερώτηση αν αληθεύει πως βρέφη κάηκαν με το να τους τοποθετηθεί στο στόμα βαμβάκι ποτισμένο με βενζίνη, το οποίο μετά και άναψαν, μπορώ μόνο να απαντήσω ότι είδα πράγματι παιδιά (πτώματα) τα οποία έφεραν στο πρόσωπο γύρω από την περιοχή του στόματος φρικτά έγκαυματα. Δεν γνωρίζω όμως εάν αυτό συνέβη ενόσω τα παιδιά ζούσαν ακόμα, ή εάν κακοποιήθηκαν τα πτώματα τους [… ] Αν ανάμεσα στα πτώματα υπήρξαν και έγκυες γυναίκες δεν το γνωρίζω. Δεν είδα κανένα πτώμα με ανοιγμένη την κοιλιά. Επίσης δεν άκουσα τίποτα για βιασμούς γυναικών.

Σκορπίζοντας γύρω τους το θάνατο, οι καταδρομείς έφτασαν και στη δεύτερη, μικρότερη, πλατεία του χωριού, όπου μέχρι τα ξημερώματα βρίσκονταν ακόμα καλεσμένοι της οικογένειας Μαλλιού, που γιόρταζε τους γάμους της κόρης της. Στην άκρη της μικρής πλατείας είχε τοποθετηθεί μια πρόχειρη ξύλινη σκηνή για τους μουσικούς. Μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες είχε κρατήσει ο χορός, αν και οι νεόνυμφοι είχαν αποτραβηχτεί ήδη από τα μεσάνυχτα στο δωμάτιο τους. Η πρώτη νύχτα του γάμου τους διακόπηκε απότομα, όταν άρχισαν να πέφτουν χειροβομβίδες στο χωριό. Ο πατέρας της οικογένειας Μαλλιού Θεοδόσης ξύπνησε με την ανατολή του ήλιου δύο από τα αδέρφια της νύφης, τον δεκατριάχρονο Αλέξανδρο και τη δεκάχρονη Μαρία, για να βγάλουν τις αγελάδες για βοσκή. Ο Αλέξανδρος θυμήθηκε: Από μακριά άκουσα το βόμβο των φορτηγών, και μετά είδα και τη φάλαγγα. Στην αρχή πίστεψα πως είχαν έρθει οι Ιταλοί για να μας κλέψουν τα ζωντανά. Αλλά μετά ο φίλος μου ο Θεόδωρος ήρθε τρέχοντας και φώναξε να το βάλουμε στα πόδια γιατί πολλοί οπλισμένοι Γερμανοί στρατιώτες κατέβαιναν από τα φορτηγά μπροστά στην εκκλησία στην είσοδο του χωριού. Όταν είδα πως οι στρατιώτες άρχισαν να ρίχνουν χειροβομβίδες στο χωριό, τρέξαμε στο ποτάμι και περάσαμε στην ασφάλεια της απέναντι όχθης.

Τα δύο παιδιά ήταν οι μοναδικοί επιζώντες από την ενδεκαμελή οικογένεια Μαλλιού. Ο Θεοδόσης Μάλλιος, με τον μικρό, τετράχρονο Αχιλλέα στην αγκαλιά, δολοφονήθηκε εν ψυχρώ στην είσοδο του σπιτιού του, που είχε ήδη τυλιχτεί στις φλόγες. Λίγο πριν ξεψυχήσει, ο Θεοδόσης θα πρέπει να άκουσε τις απεγνωσμένες κραυγές της γυναίκας του Βασιλικής (45 ετών), του γιου του Σπυρίδωνα (24 ετών) και των κοριτσιών του Αύρας (16 ετών), Αμαλίας (18 ετών) και Ανδριάνας (7 ετών). Μαζί βρήκαν φρικτό θάνατο και αρκετοί από τους καλεσμένους του γάμου. «Αργότερα βρήκα τον πατέρα μου νεκρό, με τον Αχιλλέα στην αγκαλιά, μπροστά από το καμένο σπίτι» είπε ο Αλέξανδρος σε συζήτηση με τον συγγραφέα. «Δίπλα του κειτόταν νεκρός ο αδερφός μου Γιώργος (20 ετών), με σκισμένο το ένα του χέρι. Τη μητέρα μου, τις υπόλοιπες αδερφές μου και τα αδέρφια μου δεν τους βρήκα. Κάηκαν ζωντανοί μέσα στο σπίτι».

Στο μεταξύ στην πλατεία είχε φτάσει και ο πρώτος πολυβολητής της διμοιρίας του, ο υποδεκανέας Άντον Τσήγκλερ, μαζί με τον ‘Οττο Γκόλντμαν, που μετέφερε τα πυρομαχικά. Όπως ανέφερε ο τελευταίος: «Τα μέλη του 12ου Λόχου συνέλαβαν όσους ήταν ακόμα κρυμμένοι στα σπίτια και τους συγκέντρωσαν στη μικρή πλατεία […], μια ομάδα 15-20 ανθρώπων που αποτελούνταν κυρίως από γυναίκες. Ανάμεσα τους υπήρχαν όμως και μερικά αγόρια και κορίτσια ηλικίας 12 ή 13 ετών». Στις ανακρίσεις κατέθεσε τα εξής: Με είχαν ορίσει μεταφορέα πυρομαχικών του Τσήγκλερ. Στην πλατειούλα ο ανθυπολοχαγός διέταξε να εκτελεστεί αυτή η ομάδα ανθρώπων. Ο Τσήγκλερ έστησε το πολυβόλο σε απόσταση 10-15 μέτρων. Στο πολυβόλο υπήρχαν ήδη σφαίρες, έτσι ο Άντον Τσήγκλερ άνοιξε αμέσως πυρ […] έριξε μια σειρά ριπών και θέρισε τον κόσμο. Κανένας δεν έμεινε ζωντανός. Τα πτώματα αφέθηκαν όπου έτυχε να πέσουν. Σχετικά με τη διαταγή του ανθυπολοχαγού, θυμάμαι καλά πως μας απείλησε με αναφορά σε περίπτωση που δεν υπακούαμε, δηλαδή θα περνούσαμε στρατοδικείο […] Ο Άντον Τσήγκλερ δεν ήθελε να χειριστεί το πολυβόλο, αλλά ο ανθυπολοχαγός επέμενε. Ο Θωμάς Κοντογιάννης γλίτωσε από το μακελειό στη μικρή πλατεία και έδωσε την εξής μαρτυρία: «Ήμουν κρυμμένος σ’ ένα αχούρι εκεί κοντά και είδα να βάζουν στη σειρά 19 άνδρες, 4 γυναίκες, μεταξύ των οποίων τον γαμπρό και τη νύφη, και τρία μικρά παιδιά, κι όλοι σωριάστηκαν με δύο γκρρρ… του πολυβόλου σαν τα στάχυα του θεριστή». Ο Άντον Τσήγκλερ, πενήντα πέντε χρόνια αργότερα, ήταν πρόθυμος να μιλήσει για τα γεγονότα εκείνης της εποχής: «Το θυμάμαι καλά το χωριό. Εκεί βρισκόταν ένας τοίχος, και μπροστά ήταν στημένα τελάρα για φρούτα. Μπροστά σ’ αυτό το σημείο μάζεψαν τις γυναίκες και τα παιδιά. Δεν ήθελα να πυροβολήσω, αλλά κάποιος πίσω μου με διέταξε με ένα πιστόλι στο χέρι να το κάνω». Στην ερώτηση ποιος ήταν εκείνος που στεκόταν πίσω του και έδωσε τη διαταγή να πυροβολήσει, δεν μπόρεσε να απαντήσει, όσο και να προσπάθησε. Ο εβδομηντάχρονος τον καιρό της συνέντευξης Τσήγκλερ έβγαζε την κάθε λέξη με το τσιγκέλι και του ήταν εντελώς αδύνατο να θυμηθεί το όνομα εκείνου που του έδωσε τη διαταγή να πυροβολήσει. «Ήμουν τόσο ταραγμένος που θα αναγκαζόμουν να πυροβολήσω γυναικόπαιδα. Ήμουν τσακισμένος. Πραγματικά δεν θυμάμαι πλέον. Είναι σαν να έχω στη μνήμη μου ένα κενό». Θυμήθηκε ωστόσο ότι επρόκειτο για ομαδάρχη ή για διμοιρίτη. Ο ανθυπολοχαγός ή ο ομαδάρχης που στεκόταν πίσω μου, μου έδωσε τη διαταγή να πυροβολήσω τους Έλληνες. Αρνήθηκα. Ανάμεσα στους Έλληνες βρίσκονταν γυναίκες και παιδιά. Νομίζω πως μία από τις γυναίκες κρατούσε ένα μωρό στην αγκαλιά. Το θεωρούσα έγκλημα. Αυτή η μέρα ανήκει στις χειρότερες αναμνήσεις που έχω απ’ όλο τον πόλεμο. Ο ανθυπολοχαγός ή ομαδάρχης είχε στηθεί πίσω μου και απειλούσε να με πυροβολήσει με το όπλο του σε περίπτώση που αρνιόμουν να εκτελέσω τη διαταγή του. Αυτή την απειλή την πήρα πολύ σοβαρά. Όλοι μας είχαμε αναγκαστεί να λάβουμε μέρος στην επιχείρηση, και μας σπρώχνανε συνεχώς. Ίσως να με απείλησε και με στρατοδικείο. Τότε άρχισα να πυροβολώ προς τη μεριά των Ελλήνων. Προσπάθησαν να κρυφτούν πίσω από τα τελάρα. Θυμάμαι ακόμα ότι τα πάνω τελάρα έπεσαν στο χώμα. «Την αδερφή μου» είπε ο Αλέξανδρος Μάλλιος «τη βρήκα νεκρή την επόμενη μέρα. Φορούσε ακόμα το νυφικό της. Δίπλα της ήταν ο άνδρας της, καλεσμένοι και πολλά παιδιά». Ο δεκατριάχρονος μέτρησε συνολικά 38 πτώματα στην πλατειούλα μπροστά από το σπίτι των γονιών του, ανάμεσα στα ξύλινα τελάρα και στους πάγκους. Βρήκε και ένα πεταμένο βιολί, μια φλογέρα και μια κατεστραμμένη λύρα. «Τρία κασόνια με κάλυκες μάζεψαν και πέταξαν στο τέλος οι γυναίκες» είπε.

Τι θα συνέβαινε αν ο Αντον Τσήγκλερ αρνούνταν να υπακούσει στη διαταγή του ανωτέρου του; «Δεν θα τολμούσε βέβαια να με πυροβολήσει, γιατί τριγύρω βρίσκονταν οι σύντροφοι μου» απάντησε ο Τσήγκλερ. «Αυτό που φοβόμουν ήταν το στρατοδικείο». Στην ερώτηση πώς αισθάνθηκε αμέσως μετά τη σφαγή, ο Τσήγκλερ έκανε μια χειρονομία, μιμούμενος την κίνηση του θεριστή: «Είναι σαν να κόβεις χόρτα. Γίνεται πολύ γρήγορα. Μετά ησυχία. Καμιά κραυγή, καμιά αναστάτωση. Μετά ησυχάζεις». Αλλά οι αναμνήσεις τον βασάνιζαν πενήντα πέντε χρόνια μετά.

Βλέπω ακόμα και σήμερα τις γυναίκες και τα παιδιά που στήθηκαν μπροστά στον τοίχο, πως άρχισαν να ουρλιάζουν προσπαθώντας να κρυφτούν πίσω από τα τελάρα. Ήμουν τόσο ταραγμένος που θα αναγκαζόμουν να πυροβολήσω γυναικόπαιδα. Ήμουν τσακισμένος. Κοιμάμαι πολύ λίγο. Είμαι θρήσκος άνθρωπος.

Όταν ρωτήθηκε αν έβαλαν βαμβάκι στο στόμα παιδιών και μετά το άναβαν, πως έγινε να ατιμαστούν γυναίκες και να ασελγήσουν πάνω στα πτώματα, η κυρία Τσήγκλερ αντέδρασε πριν προλάβει να απαντήσει ο σύζυγος της: «Αποκλείεται να έγιναν αυτά. Γερμανοί στρατιώτες δεν έκαναν τέτοια πράγματα». Ο Τσήγκλερ όμως αντιμίλησε στη γυναίκα του. Τσακισμένος από την ανάμνηση της τραυματικής εμπειρίας πάλευε να διατυπώσει την απάντηση του: «Είναι δυνατόν. Πάντως από τη διμοιρία μου δεν έκανε κανείς τίποτα τέτοιο. Το ξέρω, είμαι σίγουρος. Για τους άλλους δεν ξέρω. Αλλά πάντα υπήρχαν τύποι που έκαναν τέτοια πράγματα».

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο διμοιρίτης Μαξ Ιλγκ δεν συμμετείχε στη δολοφονική επιχείρηση στο Κομμένο. Ο Όττο Γκόλντμαν, που κουβαλούσε τα πυρομαχικά του Τσήγκλερ, αναφέρθηκε σε κάποιον ανθυπολοχαγό όταν μίλησε για το άτομο που έδωσε τη διαταγή της εκτέλεσης. Επειδή ο Τσήγκλερ ήταν απολύτως σίγουρος πως το άτομο που είχε σταθεί πίσω του και τον ανάγκασε με την απειλή όπλου να εκτελέσει τη διαταγή δεν ήταν ο Ραίξερ, τότε αυτό θα μπορούσε να ήταν ο εικοσιπεντάχρονος ομαδάρχης Χέρμαν Ντελάχερ. Αυτός και ο Ραίξερ ήταν οι μοναδικοί άνδρες με το βαθμό ανθυπολοχαγού στο Κομμένο. Μετά το τέλος του πολέμου ο Αυστριακός Ντελάχερ έγινε διευθυντής σχολείου. Σε ερώτηση για το περιστατικό, ο Ντελάχερ απάντησε πως υπεύθυνος ήταν ο Ραίξερ και όχι ο ίδιος. Ο Ντελάχερ τραυματίστηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου και στην ανάκριση επικαλέστηκε «κενά στη μνήμη του», που δεν του επέτρεπαν να θυμηθεί τη σφαγή στο Κομμένο. Τα κενά δεν τον εμπόδισαν βέβαια να ασκήσει το επάγγελμα του δασκάλου, και μάλιστα να γίνει και διευθυντής σχολείου. «Έπειτα από δύο ή τρεις ώρες είχαν τελειώσει όλα» είπε ο Γιόχαν Χασλάουερ (Johann Haslauer) από το Αιγκεν της Αυστρίας για το μακελειό στην πλατεία όπου είχε γιορταστεί ο γάμος. «Στο μεταξύ η ζέστη ήταν σχεδόν αφόρητη. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία (… ). Παντού κείτονταν πτώματα. Ορισμένοι δεν είχαν αφήσει ακόμα την τελευταία τους πνοή. Προσπαθούσαν να κινηθούν και βογκούσαν. Δύο ή τρεις υπαξιωματικοί περνούσαν αργά μέσα από το χωριό και έδιναν στους ετοιμοθάνατους τη χαριστική βολή».

Στην πραγματικότητα πέρασαν πάνω από «δύο ή τρεις ώρες» μέχρι να επικρατήσει «ησυχία» στο χωριό. Γύρω στις 11:00 π.μ. αξιωματικοί χτένισαν το χωριό για να εκτελέσουν τους τραυματίες, να βάλουν φωτιά στα ξύλινα σπίτια που ακόμα έστεκαν όρθια και να πάρουν λάφυρα. Στο μεταξύ η ζέστη είχε γίνει ακόμα πιο έντονη, και οι στρατιώτες του λόχου είχαν καταφύγει κάτω από τις πορτοκαλιές στην είσοδο του χωριού και κάτω από τη μουριά στον κήπο του προέδρου Λάμπρου Ζορμπά. Την οικογένεια του Ζορμπά την είχαν ήδη εξολοθρεύσει στην αρχή της επιχείρησης. «Μετά μας είπαν πως μπορούσαμε να πάρουμε μαζί μας λάφυρα» είπε ο Φραντς Τόμασιτς (Franz Tomaschitz) από το Γκρουίσλα της Αυστρίας, 19 ετών τότε. «Οι στρατιώτες όμως ήταν τόσο εξαντλημένοι, που δεν άγγιξαν σχεδόν τίποτε από τα πράγματα που βρίσκονταν ολόγυρα. Μόνο οι αξιωματικοί φόρτωσαν στα φορτηγά λαφυραγωγημένα χαλιά και άλλα αντικείμενα αξίας». Οι αξιωματικοί ανέθεσαν στον Αυστριακό Καρλ Ζαγκμάιστερ (Karl Sagmeister) να κάνει ένα γύρο στο χωριό με μουλάρια και να συλλέξει λάφυρα. Όπως διηγήθηκε χρόνια αργότερα με φρίκη: Μετά την επιχείρηση αντιποίνων μπήκα με αργό ρυθμό με τα μουλάρια στο χωριό. Το τι αντίκρισα τότε ήταν τρομακτικό. Παντού υπήρχαν πτώματα. Μέσα και έξω από τα σπίτια (…). Μπροστά από την εκκλησία -αν δεν κάνω λάθος ήταν το μόνο κτίριο στο χωριό που δεν κάηκε- βρισκόταν ένας μεγάλος σωρός από πτώματα. Από το λίγο που μπορούσα να διακρίνω ανάμεσα σε αυτό το ανάκατο σύμπλεγμα σωμάτων, κατάλαβα πως τα περισσότερα πτώματα πρέπει να ανήκαν σε γυναικόπαιδα παρά σε άνδρες. Η πόρτα της εκκλησίας ήταν ορθάνοιχτη και μέσα κείτονταν και άλλα πτώματα (…). Όλο το χωριό ήταν γεμάτο πτώματα, και μπροστά από το παρεκκλήσι είχε άλλο ένα σχετικά μεγάλο βουνό από πτώματα.

Μετά το τέλος της φονικής επιδρομής, το προσωπικό του μαγειρείου πήρε εντολή να βρει και να κατασχέσει όσα τρόφιμα υπήρχαν στο χωριό. Αυτό δεν στάθηκε ολότελα δυνατόν, «καθώς τα πάντα καίγονταν», όπως κατέθεσε στην ανάκριση του ο αρχιμάγειρας Ζήγκφρηντ Κίτσερ. «Γύρω στη 1:00 μ.μ.» σερβιρίστηκε μεσημεριανό (ρυζόγαλο και κομπόστα). «Οι περισσότεροι από τους στρατιώτες του 12ου Λόχου δεν άγγιξαν το φαγητό τους (…), μάλλον γιατί είχαν αναγούλα απ’ την επιχείρηση» είπε ο Κίτσερ.

Ο Ντεφρέγκερ είπε ότι ο ανθυπολοχαγός Ντελάχερ «ήταν κάτωχρος» και έλεγε πως ένιωθε αηδία, και ότι η όλη ενέργεια ήταν ανάξια για Γερμανό στρατιώτη. Μια άλλη σκηνή χαράχτηκε στη μνήμη του Ντεφρέγκερ: «Μετά τη σφαγή στο χωριό ένας συνάδελφος πήρε μαζί του κάτι αυγά που τα είχε βρει σε ένα στάβλο, και τότε του είπα πως δεν τον καταλάβαινα, εμένα μου είχε κοπεί τελείως η όρεξη». Ο Αουγκουστ Ζάιτνερ ανέφερε πως, όταν τερματίστηκε η «ενέργεια», έκανε «ήδη πάρα πολλή ζέστη», και οι καταδρομείς αναζήτησαν «καταφύγιο από τον ήλιο στη σκιά των πορτοκαλιών». Εκεί περίμεναν μέχρι να επιστρέψουν τα φορτηγά, που στο μεταξύ είχαν φύγει «γεμάτα λάφυρα» για το στρατόπεδο του Λούρου. «Έπρεπε να περιμένουμε να επιστρέψουν τα φορτηγά και να μας παραλάβουν» είπε ο Ζάιτνερ. Μετά το άγριο ντουφεκίδι έπεσε μεγάλη ησυχία. Οι περισσότεροι συνάδελφοι ήταν πολύ βαρύθυμοι. Σχεδόν κανείς δεν συμφωνούσε με την επιχείρηση. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι στον 12ο Λόχο ανήκαν και σαδιστές που, όπως ανέφερα ήδη, συμπεριφέρθηκαν σαν άγρια ζώα. Είδα με τα ίδια μου τα μάτια στρατιώτες να κάνουν αστεία και να σπάνε πλάκα με τα πτώματα. Οι περισσότεροι όμως ήταν σοκαρισμένοι και μελαγχολικοί, όλοι είχαν τύψεις, με μερικές μόνο εξαιρέσεις. Τελικά όμως κατασταλάξαμε στην άποψη πως εκτελούσαμε διαταγές.  Προβλέπονταν σκληρές ποινές για ανυπακοή.

Οι περισσότεροι στρατιώτες που έλαβαν μέρος στην επιχείρηση υιοθέτησαν στις μεταγενέστερες καταθέσεις τους την ίδια στάση με τον Ζάιτνερ. Μετά το μακελειό ακολούθησαν έντονες λογομαχίες μέσα στην ομάδα. Οι αντιπαραθέσεις ήταν «τόσο σφοδρές», είπε ο Φραντς Τόμασιτς, «που θα τις χαρακτήριζα (…) ακόμα και ανταρσία». Οι περισσότεροι ήταν της άποψης ότι η επιχείρηση δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια επιδρομή για πλιάτσικο με την πρόφαση των αντιποίνων για την ένοπλη επίθεση εναντίον του Γερμανού στρατηγού (sic). Πολλοί είπαν ανοικτά ότι ήταν εξίσου μεγάλη παλιανθρωπιά να πυροβολούνται ανυπεράσπιστοι πολίτες. Άλλοι πάλι, λίγοι, θεωρούσαν ότι όλοι στο χωριό ήταν εν δυνάμει εχθροί, που υποστήριζαν τους αντάρτες εναντίον μας. Ο Γιόχαν Έκερ θυμήθηκε την αντίδραση κάποιου επιλοχία: Ήταν τόσο εξοργισμένος με την επιχείρηση, που πέταξε το πηλήκιο του στα πόδια του ανθυπολοχαγού Ραίζερ και του είπε ξαναμμένος απ’ το θυμό: «Κύριε ανθυπολοχαγέ, λάβετε υπόψη σας ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά που συμμετέχω σε κάτι τέτοιο. Ήταν μια παλιανθρωπιά χωρίς προηγούμενο, και κατά τη γνώμη μου δεν είχε καμία σχέση με πολεμική επιχείρηση».

Το επεισόδιο αυτό είναι πράγματι μάλλον ασυνήθιστο για τα δεδομένα της γερμανικής Βέρμαχτ, όπου οι αυστηροί κανόνες δεν προέβλεπαν τίποτε άλλο από τη| υπακοή. Αν και στα ατομικά βιβλιάρια των στρατιωτών έγραφε ξεκάθαρα πως έπρεπε να υπακούν μόνο σε νόμιμες διαταγές, έπειτα από τέσσερα χρόνια πολέμου η αξίωση αυτή είχε πια μικρή μόνο σημασία. Τα φορτηγά επέστρεψαν από το στρατόπεδο του Λούρου μόλις γύρω στις 6:00 μ.μ. Κατά τη διάρκεια της επιστροφής συνεχίστηκαν οι συζητήσεις σχετικά με τη επιχείρηση. Μάλλον για να κατευνάσουν τα πνεύματα, οι ανώτεροι το βράδυ μοίρασαν στο στρατόπεδο οινοπνευματώδη, όπως κατέθεσε ο Ζάιτνερ: Θα ήθελα να συμπληρώσω κάτι ακόμα που ρίχνει ένα χαρακτηριστικό φως στην, όλη υπόθεση. Μετά το τέλος της επιχείρησης έγινε μεθοκόπι στο στρατόπεδο. Στο χωριό είχαν λαφυραγωγηθεί τρόφιμα και κρασί. Αυτό το κρασί το ήπιανε μέχρι τον πάτο, και μερικοί συνάδελφοι ήρθαν στο κέφι. Όμως -και αυτό θα ήθελα να το τονίσω- η πλειοψηφία δεν είχε όρεξη για γλέντια.

 

* Αναδημοσίευση από το βιβλίο «Αιματοβαμμένο Έντελβαϊς» (εκδόσεις Εστία) του Γερμανού ιστορικού και ερευνητή Χέρμαν Φρανκ Μάγερ.