Διότι

Της Χρυσάνθης Ζιτσαίας

Κάθε Κυριακή απόγιομα, έπαιρνα τα σύνεργα – καλαμάρι, πέννα, λίγα φύλλα χαρτί – και ξεκινούσα, πότε λέγοντας για που και πότε όχι. Η δουλειά ήταν μυστική και ιερή συνάμα. Αυτό δε μου το είχε πει κανένας, όμως το ένοιωθα βαθειά, κι’ όλα εκεί που πήγαινα μου τ’ φώναζαν: Η λαχτάρα της Βάσως ως που να με ιδεί, τα χρώματα που άλλαζε, όση ώρα βρισκόμαστε κλεισμένες οι δυό μας στο μικρό καμαράκι, τα δάκρυα, τα χαμόγελα, πότε ποιημένα, πότε γλυκά, ανάλογα με τις ψυχικές καταστάσεις που εναλλασσόταν και δονούσαν το πλούσιο νεανικό της στήθος.

Συνέχεια

Advertisement

Πάσχα στη στάνη του κουμπάρου

Της Χρυσάνθης Ζιτσαίας

Ένα πρωί τα πασκαλόγιορτα, με πήρε η Βάβω πισωκάπουλα στον Καρά, να πάμε στη στάνη του κουμπάρου μας. –Του κουμπάρου μας; –Ναι μάτια μου του κουμπάρου μας. Είχε βαφτίσει ο τσέλιγκας κάποτε ένα παιδί της Βάβως, κι άσχετα αν αυτό πέθανε από μωρό ή αν πέρασε από τότε μισός αιώνας, η κουμπαριά έμεινε-άρρηκτος δεσμός συγγένειας -και κάθε άνοιξη, η Βάβω ξεκίναγε με κρασί, ρακί και πετιμέζι να καμάρωση τα κοπάδια του κι υστέρα να γυρίσει φορτωμένη μυζήθρες και χλωρό τυρί. Ήταν μια ανταλλαγή προϊόντων ανάμεσα στους απλούς εκείνους ανθρώπους, γινότανε με την έκφραση των αγνότερων αισθημάτων.

Συνέχεια