Της Χρυσάνθης Ζιτσαίας
Ένα πρωί τα πασκαλόγιορτα, με πήρε η Βάβω πισωκάπουλα στον Καρά, να πάμε στη στάνη του κουμπάρου μας. –Του κουμπάρου μας; –Ναι μάτια μου του κουμπάρου μας. Είχε βαφτίσει ο τσέλιγκας κάποτε ένα παιδί της Βάβως, κι άσχετα αν αυτό πέθανε από μωρό ή αν πέρασε από τότε μισός αιώνας, η κουμπαριά έμεινε-άρρηκτος δεσμός συγγένειας -και κάθε άνοιξη, η Βάβω ξεκίναγε με κρασί, ρακί και πετιμέζι να καμάρωση τα κοπάδια του κι υστέρα να γυρίσει φορτωμένη μυζήθρες και χλωρό τυρί. Ήταν μια ανταλλαγή προϊόντων ανάμεσα στους απλούς εκείνους ανθρώπους, γινότανε με την έκφραση των αγνότερων αισθημάτων.