Στο χωριό μου Ελαφότοπος
Κλεισμένοι δρόμοι
έρημα σπίτια
κλειστά παράθυρα
ατέλειωτες νύχτες
πληγωμένες ψυχές
Λογοτεχνικά κείμενα με αναφορές στη περιοχή μας
Στο χωριό μου Ελαφότοπος
Κλεισμένοι δρόμοι
έρημα σπίτια
κλειστά παράθυρα
ατέλειωτες νύχτες
πληγωμένες ψυχές
Βασίλης Γκουρογιάννης
Γεννήθηκα στα 1912. Ο πατέρας μου έφυγε στην Αμερική. Με άφησε δυο χρονών, στα τέσσερα ορφάνεψα και από μάνα. Απόμεινα με τη γιαγιά μου. Ήταν τότε τα χρόνια της μεγάλης αγωνίας. Έφευγε ο κόσμος για την Αμερική να ζήσουν, να καζαντίσουν και να βοηθήσουν αυτούς που άφηναν πίσω. Να όπως γίνεται τώρα με τη Γερμανία. Το ταξίδι κράταγε μήνα και βάλε. Τα εισιτήρια ήταν ακριβά, δανείζονταν με βαρύ τόκο, υπόγραφαν χαρτί, υποθήκευαν σπίτια και χωράφια κι αν χάνονταν στην Αμερική και δεν έστελναν τα δανεικά με τον τόκο χάνονταν και οι δικοί τους εδώ πίσω.
Του Γιώργου Μέρτζιου
Ο αγέρας λυσσομανά και ψιλοβρέχει. Ο παππούς καθισμένος κοντά στη σάμπα με ξύλα, αποτελειώνει το ζεστό τσάι του. Τα εγγόνια καθισμένα αντίκρυ του και δίπλα στο Χριστουγεννιάτικο δένδρο αλληλοπειράζονται. Περιμένουν ανυπόμονα να ακούσουν μια παλιά ιστορία. ‘Έξω τα μεγάλα παιδιά, του χωριού δημιουργούν πανδαιμόνιο, καθώς υποδύονται τα παγανά. Ο παππούς αφού χαϊδεύει το γκρίζο μουστάκι του αρχίζει την αφήγηση.
Της Χρυσάνθης Ζιτσαίας
Κάθε Κυριακή απόγιομα, έπαιρνα τα σύνεργα – καλαμάρι, πέννα, λίγα φύλλα χαρτί – και ξεκινούσα, πότε λέγοντας για που και πότε όχι. Η δουλειά ήταν μυστική και ιερή συνάμα. Αυτό δε μου το είχε πει κανένας, όμως το ένοιωθα βαθειά, κι’ όλα εκεί που πήγαινα μου τ’ φώναζαν: Η λαχτάρα της Βάσως ως που να με ιδεί, τα χρώματα που άλλαζε, όση ώρα βρισκόμαστε κλεισμένες οι δυό μας στο μικρό καμαράκι, τα δάκρυα, τα χαμόγελα, πότε ποιημένα, πότε γλυκά, ανάλογα με τις ψυχικές καταστάσεις που εναλλασσόταν και δονούσαν το πλούσιο νεανικό της στήθος.
Του Χρήστου Χρηστοβασίλη
Ήμουν τότε πολύ μικρός· όχι πλειότερο από οχτώ χρόνων. Όταν ξύπνησα είχα μέσα μου το συναίσθημα, ότι είχε ξημερώσει η Καθαροδεύτερα. Μια μεγάλη λύπη είχε δεμένη την παιδική μου καρδιά και δεν τολμούσα να τιναχθώ πέρα από τα στρώματά μου, με την ψεύτικη ελπίδα, ότι ήταν ψέματα, ότι δε είχε ξημερώσει η ανήλεη Καθαροδευτέρα. Αλλά λίγο – λίγο έλαβα το θάρρος να παραδεχθώ, ότι δεν ήταν ψέματά, κι ότι αληθινά εκείνο το φως κι εκείνες οι αργυρόχρυσες αχτίδες, που έμπαιναν από τες χαραμάδες των παραθυριών κι από τούς φεγγίτες της στέγης ήταν της φοβερής Καθαροδευτέρας.
Του Τάσου Βιδούρη
Όπως κάθε χρόνο έτσι κι’ εκείνη τη χρονιά, η μάνα του πατέρα μου, η μαλέκω Τάτσαινα που -μ’ όλο πούχε περάσει τα εκατό- ήταν ακόμη καλοστεκούμενη, άφησε το ήσυχο σπιτάκι της στα Καλύβια του Βούρκου κι ήρθε στο χωριό μας, στη Δρόβιανη, για να περάσει τις χρονιάρες τούτες μέρες κοντά στο γιό της Βασίλη και στ’ αγγονάκια της που κάθε χρόνο αυγάταιναν κι από ένα κεφαλάκι. Δεν ήταν μονάχα η ανάγκη να φυλάει το κτήμα του γιού της, που κράταγε τη μαλέκο Τάτσαινα μακριά μας. Είχε στα Καλύβια θαμμένο το νοικοκύρη της και δυό από τα παιδιά της κι’ ήθελε να μην τους αφήνει μοναχούς. Τις μεγάλες όμως μέρες της Χριστιανοσύνης, άναβε στους τάφους των τα κεράκια της κι’ έπαιρνε το δρόμο για κοντά μας…
Του Κώστα Κρυστάλλη
– Ολόβολη μια κερασιά, ξερίζωσε ο Θανάσης.
– Τα περιβόλια, ορέ παιδί μ’ επήγες να χαλάσεις;
– Πλάνεψα ως την Τριανταφυλλιά, γύριζα όλη τη χώρα
από το γιόμα ως τώρα.
Της Ερμηνείας Φωτιάδου
Πρωί πρωί ακούστηκε η φωνή της γειτόνισσας πούλεγε στη διπλανή της. -Ταμαθες τα μαντάτα; Πάει κι ο Στρατής. Η άλλη πετάχτηκε στο κατώφλι. – Ο Στρατής, τί; σκοτώθηκε; έ! καλά στους τόσους χρήσιμους και καλούς, πάει κι ένας άχρηστος, ένα χαμένο κορμί. – Κάλιο πεθαμένος παρά ζωντανός ο αχαΐρευτος – ακούστηκε τρίτη φωνή και στην πόρτα φάνηκε μια ξερακιανή γυναίκα- θα γλυτώσει το κρασί από δαύτον.
Του Γεωργίου Ι. Χριστογιάννη
Αντίκρυ μου, στον τοίχο της κάμαρας, έχω τη φωτογραφία του, τη «ζουγραφιά μ’» όπως λέει και ο ίδιος. Πρόσωπο αδύνατο, μάτια λαμπερά, θαρρείς αγναντεύουν ψηλά απ’ τη τζούμα, μαλλιά -στα 90 χρόνια- κατάμαυρα. Με δυο λόγια : τζουμερκιώτικη ράτσα. Έχει ανασηκωμένο τόνα φρύδι και τα χείλια σφαλισμένα μ’ ένα πεισματάρικο σφίξιμο: δεν θάβλεπε με καλό μάτι το φωτογράφο με τη διαολομηχανή του!
Της Χρυσάνθης Ζιτσαίας
Ένα πρωί τα πασκαλόγιορτα, με πήρε η Βάβω πισωκάπουλα στον Καρά, να πάμε στη στάνη του κουμπάρου μας. –Του κουμπάρου μας; –Ναι μάτια μου του κουμπάρου μας. Είχε βαφτίσει ο τσέλιγκας κάποτε ένα παιδί της Βάβως, κι άσχετα αν αυτό πέθανε από μωρό ή αν πέρασε από τότε μισός αιώνας, η κουμπαριά έμεινε-άρρηκτος δεσμός συγγένειας -και κάθε άνοιξη, η Βάβω ξεκίναγε με κρασί, ρακί και πετιμέζι να καμάρωση τα κοπάδια του κι υστέρα να γυρίσει φορτωμένη μυζήθρες και χλωρό τυρί. Ήταν μια ανταλλαγή προϊόντων ανάμεσα στους απλούς εκείνους ανθρώπους, γινότανε με την έκφραση των αγνότερων αισθημάτων.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.