Τα παλιά χρόνια, τους αρχαίους καιρούς ήταν ένα βασιλόπουλο, ο γιος του βασιλιά της Ηπείρου, ο οποίος έψαχνε στα βουνά της Τύμφης την χαμένη αδελφή του. Κάποια στιγμή πέρασε από τα υψώματα του Αβάλου και άρχισε να κατεβαίνει προς τη περιοχή που σήμερα βρίσκεται το χωριό Βρυσοχώρι Ζαγορίου.
Ο δρόμος του τον έφερε στο ρέμα της «Αμπουτσιάς» (βλάχικο τοπωνύμιο που σύμφωνα με τον Κ. Οικονόμου προέρχεται από τη λέξη «ambutos» = βρώμικος και δόθηκε στην περιοχή εξαιτίας πηγής με νερό που μυρίζει θειάφι). Στο ρέμα αυτό από τα πολύ παλιά χρόνια οι νεράιδες που ζούσαν στις γειτονικές πλαγιές και σπηλιές κατέβαιναν και πλένονταν, απλώνοντας στους βράχους τα μαντήλια τους για να στεγνώσουν.
Και μια τέτοια, πανέμορφη Νεράιδα είδε να λούζεται στα νερά και το βασιλόπουλο της ιστορίας μας όταν έφτασε στο σημείο αυτό. Και θαμπωμένο όπως ήταν από την ξωτική ομορφιά της κινήθηκε για να την πιάσει. Δεν τα κατάφερε όμως και έτσι αυτή του ξέφυγε πηδώντας γρήγορα από βράχο σε βράχο και κρύφτηκε στην περιοχή. Το αρχοντόπουλο απογοητευμένο από την ανεπιτυχή κατάληξη της προσπάθειας του συνέχισε τον δρόμο του, ψάχνοντας και πάλι για την χαμένη του αδελφή. Δεν προχώρησε πολύ όταν έφτασε σε μια βρύση, που το νερό της ξεπηδούσε μέσα από μια σχισμή του βράχου.
Τότε με έκπληξη είδε την όμορφη νεράιδα να ξαναφανερώνεται μπροστά του και να του προσφέρει με το χρυσό της τάσι, νερό για να δροσιστεί. Το Βασιλόπουλο ήπιε το νερό και μαγεμένο καθώς ήταν από την ομορφιά της, της ζήτησε να τον ακολουθήσει και να γίνει η γυναίκα του.
Εκείνη αρνήθηκε και προσπάθησε και πάλι να του ξεφύγει αλλά αυτή τη φορά το Βασιλόπουλο κινήθηκε πιο γρήγορα και κατάφερε να αρπάξει το μαντήλι της. Και έτσι, όπως θέλει η τοπική παράδοση (την οποία μας μεταφέρει στο βιβλίο του «το Βρυσοχώρι Ζαγορίου» ο Νικ. Εξάρχου) η νεράιδα ανήμπορη, αναγκάστηκε να ακολουθήσει το Βασιλόπουλο το οποίο και στη συνέχεια παντρεύτηκε, ζώντας μαζί του για πάντα στο παλάτι του.
Έτσι δόθηκε το όνομα «Νεραϊδόβρυση» στη πηγή του ρέματος της «Αμπουτσιάς» (ή σύμφωνα με τον Ν. Εξάρχου, «Αμουτσά» που στα βλάχικα σημαίνει λιποθυμία) το νερό της οποίας σκίζει τον βράχο και ξεδιψάει όλους όσους περνάνε από το σημείο αυτό. Και ως πριν από λίγες δεκαετίες αρκετοί ήταν οι κυνηγοί ή οι περαστικοί από την περιοχή που μαρτυρούσαν πως έβλεπαν και αυτοί τις νεράιδες να λούζονται και να ξεδιψάνε στα τρεχούμενα νερά της. «… ήταν αθώος ο κόσμος τότες, κι «έβγαιναν»…».
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.