Η γυναίκα από τη Φούρκα

Του Δημήτρη Χατζή

Ήτανε και μιά γυναίκα στη Φούρκα πού περίμενε τους στρατιώτες να ‘ρθούνε. Ο άντρας της κάπου θα κλείστηκε σε καμιά πολιτεία πού πήγαιναν την άνοιξη και δουλεύανε χτίστες. Οι άλλοι γυρίσανε το χινόπωρο, εκείνος δε φάνηκε. Κάποιος είπε κάποτε στη γυναίκα πώς τον πήρανε στρατιώτη.

Αύτη δεν ήξερε τί μπορούσε να κάνει έτσι μονάχη πού απόμεινε. Δεν είχε γελάδα, κατσίκια, τίποτα δεν είχε, αυτόν τον άντρα μονάχα και πήγαινε με τούς άλλους την άνοιξη και δουλεύανε χτίστες και κονομούσανε το καλαμπόκι για το χειμώνα. Πήρε τώρα και γύριζε τα χωριά, πούλησε στην αρχή τα μπακίρια, άλλαξε κατόπι τα στρωσίδια με τίποτε καλαμπόκι όσο πού το σπίτι της απόμεινε με τέσσερις τοίχους. Κάποτε αν έβρισκε καμιά μέρα δούλευε στα ξένα χωράφια και της δίνανε λίγο ψωμάκι.
Οι άλλες γυναίκες από τη Φούρκα δουλεύανε κάτι και για τούς αντάρτες, πήγαιναν όλες μαζί και τραγουδούσανε και γελούσαν. Αυτή δεν πίστευε τίποτε πού της έλεγαν για λευτεριές και τα τέτοια. Καθότανε και μαράζωνε.
Η μικρή της Ελενίτσα γύριζε όλη τη μέρα ξυπόλυτη. Πήγαινε στα σπίτια των συγγενήδων και γειτόνων, πήγαινε και στο λόχο των ανταρτών, κάτι της έδιναν, όλοι, όλοι την αγαπούσαν την Ελενίτσα και η Ελενίτσα τους αγαπούσε τους αντάρτες και τραγουδούσε μαζί τους. Και το βράδυ καθότανε ήσυχα-ήσυχα, μισονηστική μισοχορτασμένη, μέσα σ’ ένα όνειρο από καλούς αντάρτες πού τραγουδούσαν, γλυκά ψωμιά και χρυσές πεταλούδες.
Τότες η γυναίκα καθότανε κ’ έκλαιγε. Δεν ήξερε τί άλλο μπορούσε νι κάνει. Να φύγει στην πολιτεία ποτές της δε θέλησε. Ήξερε για τα βάσανα που τραβούσαν κ’ εκεί. Να διώξει την Ελενίτσα και να τη στείλει με τ’ άλλα τα παιδιά τον ανήφορο, να τη σώσει καθώς έκαναν οι άλλες γυναίκες, και της είπανε και της ξανάπανε κι αυτηνής, και αυτό δεν το ‘θελε. Είχε κ’ ένα χωραφάκι δικό της, το ‘χε σπαρμένο με τα χίλια βάσανα κι όλο περίμενε και μετρούσε τις μέρες πότε να το θερίσει.
— Σε λίγο θα το θερίσουμε, έλεγε κ’η Ελενίτσα και γελούσανε με χορτασμό τα ματάκια της.
Οι επιχειρήσεις αρχίσανε προτού θεριστεί το χωράφι. Και τραβούσαν οι μάχες σε μάκρος, τα κανόνια ζυγώνανε, τα αεροπλάνα γυρνούσανε πάνω στη Φούρκα. Άρχισαν τότε γειτόνοι και συγγενήδες και κινούσανε και έφευγαν όλοι, τραβούσαν στ’ αντάρτικο μέρος να μην είναι μέσα στον πόλεμο. Αυτή σκεφτότανε πάντα το χωραφάκι — πότε θα μπορέσει να το θερίσει. Και σκεφτόταν και για κείνον. Μπορεί να ‘τανε στ’ αλήθεια στρατιώτης και να φτάσουν οι στρατιώτες στη Φούρκα και να ‘ναι και κείνος μαζί τους.
Και περνούσαν οι μέρες κι όλο κόντευαν τα κανόνια, στη Φούρκα, ώσπου πέσανε και οι πρώτες οβίδες μέσα στο χωριό. Η Ελενίτσα πείναγε κ’ έκλαιγε. Μα η γυναίκα δεν ήθελε ακόμα να φύγει. Πήρε το παιδί, κατέβηκε στο κατώγι και περίμενε κ’ έκλαιγε.
Το πρωί ξανάπεσαν οι οβίδες και πέσανε πάλι το βράδυ κι αρχίσανε και πέφτανε δυο και τρεις φορές κάθε μέρα μέσα στο χωριό τους, απάνω στα σπίτια. Τότες και η γυναίκα δε μπορούσε να σκέφτεται ακόμα για το χωράφι πότε θα το θερίσει μήτε το στρατιώτη πότε θα ερχότανε. Πήρε την Ελενίτσα στην αγκαλιά της και τράβηξε κι αύτη τον ανήφορο για τ’ αντάρτικο μέρος. Το παιδί κοιμότανε πεινασμένο στην αγκαλιά της. Αυτή έκλαιγε τη μαύρη τη μοίρα της.
Είχε νυχτώσει όταν έφτασε στην κορυφή και πήρε το δρόμο για το Κεράσοβο. Στάθηκε λίγο να ξανασάνει κ’ έκανε δεξιά τον κατήφορο. Τότες άρχισαν πάλι και πέφταν οι οβίδες ολόγυρα. Το παιδί τρόμαξε, ξύπνησε και σφιγγόταν στο στήθος της.
Μια οβίδα έσκασε κοντύτερα. Ή γυναίκα κρύφτηκε πίσω από ένα μεγάλο πεύκο και περίμενε να τελειώνουν. Περίμενε ακόμα, γίνηκε πάλι ησυχία και τότε ξανασηκώθηκε.
—Ελενίτσα.
Τίποτα.
—Ελενίτσα;. .. Πάλι τίποτα.
Την τίναξε να ξυπνήσει. Τα χεράκια κρεμάστηκαν κάτω, το κεφάλι γύρισε δίπλα. Η Ελενίτσα κοιμότανε με μια κόκκινη παπαρούνα μέσα στα μαλλιά της, ολόξανθα σαν τα στάχυα τ’ αθέριστου χωραφιού της.
Η γυναίκα δεν είχε πια μήτε δάκρυα μήτε φωνή. Απόμενε κει, ξημέρωσε και ξανανύχτωσε εκεί, με το παιδί στην αγκαλιά. Δεν ήξερε τί άλλο μπορούσε να κάνει. Δεν είχε να πάει πουθενά, μήτε μπροστά μήτε πίσω μήτε ξανά στο χωριό.
Και κει τη βρήκαν οί στρατιώτες από το τάγμα 683 πού ανεβαίναμε για τη Φούρκα. Αυτή τούς κοίταζε και δεν έβλεπε. Σ’ όλα τα πρόσωπα τους ξεχώριζε αυτόν πού περίμενε. Σηκώθηκε κι άπλωσε τα χέρια με τ’ παιδί — Πάρ’ το… Η Ελενίτσα είναι, η δική σου. Οι στρατιώτες κοιτάχτηκαν, μερικοί δεν κατάλαβαν τίποτε, είπαν πως θα τρελάθηκε, μερικοί κατάλαβαν και σκύψανε το κεφάλι. ..

 

Αναδημοσίευση από το βιβλίο του Δημήτρη Χατζή «Η θητεία»

Advertisement