Των ψυχών και των αθώων

Της Τασίας Βενέτη

Ήμουν στη βρύση κι έπλενα— έλεγε η μεγάλη η γιαγιά. Κι εκεί, στο πουρνάρι, φανερώθηκε — μέρα μεσημέρι! Όμορφη, να της πάρεις το κεφάλι! Φόραγε ένα φουστάνι άσπρο, μακρύ, και στέκονταν! Δεν πάταε στη γη, στέκονταν! Κι οντάς χαμογέλασε, βγήκε απ’ το στόμα της ένα φως λαμπρό που θαμπώθηκε ο τόπος όλος!

«Έ, καλά… Κι εμείς τώρα γιατί δε «βλέπουμε»;» αμφισβητούσε η εγγονή της.
«Που ξέρω; Για, ήταν αθώος ο κόσμος τότες, κι «έβγαιναν»…»

Τα μεσημέρια μετά το φαγητό η μεγάλη γιαγιά με έστελνε να γεμίσω το παγούρι της νερό στη βρύση. Πότε μετά χαράς και πότε χωρίς, αν η ζέστη ήταν πολλή, ξεκινούσα προσδοκώντας να δω κι εγώ αυτό που έλεγε ήθελα όχι απλά να δω, αλλά βλέποντας να ανήκω κι εγώ στον κόσμο εκείνο των «αθώων». Κάθε μεσημέρι με το παγούρι στην καρακαντήλα, και το φαί ανάδρομα.

«Δηλαδή πως ήταν αθώος ο κόσμος τότε…» σκεφτόμουν στην επιστροφή με το παγούρι γεμάτο, κι όλο κοίταζα πίσω κάθε λίγο, μη και χάνω την αποκάλυψη.
Τέλειωσε κι άλλο καλοκαίρι, κι άλλο, και το πουρνάρι σκέτο πουρνάρι το έβλεπα. Τώρα κοιτώντας πίσω, βλέπω πως, αληθινά, ήταν αθώος ο κόσμος τότε.

Αναδημοσίευση από τη συλλογή διηγημάτων με τίτλο «του χιονιού», της Τασίας Βενέτη.

Advertisement