Του Λάμπρου Μάλαμα
Ένα από τα πιο επιβλητικά σε έκσταση μαγείας και φυσιολατρικής υποβολής ποτάμια, με πλούσια βλάστηση κι άφθονα νερά, είναι στην Ήπειρο κι ο μακροκοίτης ο Αώος.
Κάθε τοπιολάτρης περιηγητής που τόνε γνώρισε, τον έχει κλείσει στην ψυχή του και τον φέρνει συχνά στη φαντασία του.
Άμποτε να μπορούσε κανείς να τον περπατεί και να τον χαίρεται από κοντά, άνοιξη, καλοκαίρι και χινόπωρο.
Να μη τόνε βλέπει μόνο σ’ όνειρα και ψευδαισθήσεις, αρματωμένο, στολισμένο σε πλαγιές με κόκκινες, πράσινες, λιράτες φορεσιές και στα πάνωθέ του, τυμφαία κόρφια και μασχάλια, λευκές νταντέλες από χιόνια, που αργολειώνουν μόνο το κατακαλόκαιρο και κατρακυλάν αείρροα σε μικροκαταρράχτες και σε ρεματιές και χούνες.
Χαίρεσαι όχι μόνο του Μάη, του Θεριστή, τις αηδονόλαλες και λεύτερες θεσπέσιες αρμονίες, τις άσωτες και φλύαρες σπινολαλιές, και τα τσιντσιρολάλια στο έβγα του καλοκαιριού, όταν μεστώνει τα’αγριοστάφυλο, παρά, και σ’ αυγινά και σούρουπα, πάνω από τις μακριές του ποταμού ασημοκάπελες στροφές, τα κορωνάτα, μπλάβα και γκρίζα συννεφόπεπλα, που σελαγίζουν οι αγέρες κι όντας θυμώνουν οι καιροί, κι όντας ξελαγαρίζουν.
Πώς να μην αγαπάς κι εκείνα τ’ αποδέλοιπα τα καπριά, στ’ ακρόβραχα τ’ Αώου, μ’ αθώες και αμέριμνες περήφανες θωριές, που γοργοκρύβονται μες στα γιατάκια τους, σαν βλέπουνε μορφή ανθρώπου;
Κι εκείνα τα σαγηνευτικά ξελογιαστήρια χρυσοφέγγαρα των μυστικών ερώτων.
Είναι μια μέρα του Μαγιού και με μπροστάρη το Σωτήρη πεντέξη στρατολάτες, παίρνουμε ίσια, από το γεφύρι της Κόνιτσας, μ’ ανάλογα σκαμπανεβάσματα τα μονοπάτια για το μοναστήρι του Στομίου.
Στεκόμαστε πότε πότε κι αναπνέουμε βαθιά κι αγαλλιαστά δεξά μας, τα μυρίπνοα δασάκια.
Ο Σταύρος φωτογραφίζει αράδα κι ο Σωτήρης πασκίζει να ξεκρίνει αντίπερα καν’ αγριόγιδο, δειλό κι αλαφροπήδηχτο, χαριτωμένο κι ορφανό, απ’ το κυνήγι των αγροίκων.
Ο οδοιπόρος χαίρεται το κάθε τι, μέσα στο φυσικό το περιβάλλον του Αώου. Δέντρα, πουλιά και καπριά και μουσικόλαλα αιώνια νερά! Νερά τρεχούμενα, χωνευτικά, απ’ τις πισώπλατες κι απότομες κατηφοριές της Τύμφης, όλο υγειά και δύναμη και δροσομέτωπη ευεξία. Νερά που αργοκυλάν στα ρέματα με σάλτα και με μουρμουρά, απ’ τις αετοκορφάδες, σε βλαστερά απόκρεμνα και σε μεριές απόσκιες.
Προχωρούμε και βγαίνουμε σε ξάγναντα.
Νιώθουμε να μας αγγίζει γλυκόδροσα, απαλά, να μας διαπερνάει ολόψυχα, μοσχόβολη, μεθυστική, η αψιά και σπίρτισσα από τα βράχια θηλυκάδα.
Την κάθε ώρα και στιγμή, οι λάμψεις και τα χρώματα, στα μάτια μας αλλάζουν.
Θαμπώνεται κανείς απ’ τα πολύχρωμα τα γλυκοθώρια ντύματα, μιας ξελογιάστρας γονιμάδας.
Ορθές κοφτές βραχοτομές, χλωρές πετροπλαγιές δεντρογεννήτρες. Κι ανώμαλες υπώρειες, τραχιές, παρθενογόνες, σαν μυθικές τιτάνισσες, που λες κι αλλάζουν πρόσωπα, σε χαραμέρια ξέφωτα, σε σύθαμπα αποσπέρια.
Τι γοητείες που σε κερνάν και μήνα Μάη, οι ομορφιές μέσα στη φύση του Αώου! Ανασαίνεις ευωδιές κι ευφραίνεσαι. Δέντρα λογιών γραβιές και ζηλενιές, φράξιες κι αλυγαριές, κρανιές κι αγριοφουντουκιές, αγριοπλατανιές, χρυσοξυλιές και κουτσουπιές, ιτιές, σουρβιές, λεφτοκαρυές.
Περνούμε από βρυσιμιά αφροπαλλόμενα νερά.
Δροσίζουμε το μέτωπο, κι αντιθωρούμε κατάραχα δυο καταρράχτες ν’ αχλογάνε. Κι αφουγκραζόμαστε και ξεδιαλύνουμε το μοιρολόι μιας πέρδικας, σαν το σκορπάν τα σούραυλα σε λαγκαδιές και σε φαράγγια.
Ο Σωτήρης ξομπλιάζει εκείνα τα νερά και συλλογιέται, πώς, να μπορέσ’ η αγροτιά, ν’ ανοίξει κάποιον αύλακα να τα περιμαζέψει, να τα πάει στον κάμπο για ευφορία. Τι πλούτος τότε για ολουνούς, τι βλογημένη ευημερία!
Στέκει, στοχάζεται κι εμπνέεται, κι αναφτερώνει του η ψυχή, και λούζεται κι αναβαφτίζεται παντού στην ανοιξιάτικη ευδία!
Αισιοδοξεί και χαίρεται αλλά παράλληλα και συμπονεί και θλίβεται, που τόσες φυσικές δυνάμεις κι ομορφιές, τις αγνοεί και δεν τις νιώθει ο κόσμος.
Κι όλο ανεβαίνουμε κατά το Στόμιο κι ανεβαίνουμε, και βγάζουν τα πόδια κ’ οι καρδιές φτερά, στα φιδοκόγγυλα τα μονοπάτια του Αώου.
Τούτος ο ποταμός με τη βαθιά χαράδρα του και με τα φαραγγάκια, έχει από τις πηγές του, πάνω από τη Βωβούσα, ως τ’ αλβανικά παράλια του Ιονίου, που χύνεται 260 χλμ. μήκος.
Οι χλωρίδες και τα βότανα εδώ είναι αμέτρητα.
Σαν βλέπεις πάνω στα βράχια ν’ ανθίζουνε κ’ οι πέτρες, από την πλήμμυρη αίσθηση της ομορφιάς, ρίγη σκιρτόβολα σου αυλακώνουν το κορμί.
Γητεύω τις πολύχρωμες ανθοβολιές, να μη μας τις βασκάνει καμιά μπόρα. Μύριες κι αιθερόσμιχτες οι ευωδιές, οργώνουν απαλά τα σωθηκά μου. Ένας κορυδαλός χτίζει φωλιά μες στη ραγάδα ενός βράχου. Αντίκρυ στα ριζά του Σμόλικα, δυο πετρίτσια οσμίζονται, και γυροφέρνουν στον αιθέρα.
Προχωρούμε αγάλι-αγάλι, μ’ αναβαφτίσματα ψυχών, στην οργιώδη βλάστηση, πάνω απ’ τη δεξά μεριά του ποταμού και γινόμαστε πιο φτερωτοί κι ανάλαφροι, περπατώντας ανάμεσ’ από λαμπροβόλα λευκά και λιροπόρφυρα μενεξελένια χρώματα, από πηχτές ανακλαδίστρες φυλλωσιές κι αυτόφυτα ανθόπλουμα βραχάκια.
Να κι ένας φλώρος φλυαρεί ξεθαρεμένος σε κλαρί, κι όλο ξεσυνερίζεται το σφυριχτό κελάρισμα νερού που κατρακυλάει αδιάκοπα, ανάμεσ’ από βράχια, σαν να ζητάει ο λιλιπούτιος, να γίνει σούραυλος του Μάη.
Τα ρουθούνια μας γεύονται τ’ αρώματα, απ’ αγριοβιολέτες, τρεντελίνες, θυμαριές, μέντες κι αγριολεβάντες.
Οι γλυκές λαλίτσες των πουλιών, μας μηνάνε τ’ ανοιξιάτικο, παρθενικό ανθογιορτάσι! Ως και τα πετρόβραχα εδώ, είναι στολισμένα μ’ ατλάζια βιολετιά, σαν να ‘χουνε φορεσιές πασχαλινές με κρόσια και πλισσέδες.
Παίρνουμ’ έναν ανήφορο, μετά από ξεκούραση σε έναν καταρράχτη.
Ανεβαίνουμε σε μια βουνήσια ποδιά κοντά στο μοναστήρι.
Πάνω σ’ ένα γρασίδι μ’ ανεμώνες, ξαποσταίνει μια συντροφιά από Σαλονικιούς ορειβάτες…
Είχαν από χρόνια ερωτευτεί τούτα τα δροσερά, πανέμορφα τοπία του Αώου κι έρχονται κάθε τέλη Μάη, και δρέπουνε φιλιά απ’ αγριόκρινα, και γλυκανασασμούς από ζαμπάκια.
Σε λίγο, βγαίνουμε από κάποιες ανηφορικές στροφές, σ’ ένα μικρολίβαδο, κοντά στου μοναστηριού την πρόσοψη.
Ένα καινούριο μοσχόπνοο ζεφύρι, μας δροσολούζει απαλά τα μετωπά μας.
Δυο λευκές πεταλούδες σαν φύλλα από τραντάφυλλα και κερασένια λούλουδα, πέταξαν μπρος μου, σαν νά ‘ταν άγγελοι αγάπης που ναρκισσεύουν όνειρα της νιότης.
Από δω, χίλια μάτια να ‘χεις ν’ αντικρύζεις δεξά, ζερβά και πέρα από το «Καταφίλι» το βραχοθέατο μπαλκόνι, πίσω απ’ το ιερό της εκκλησιάς και πάνω απ’ το ποτάμι χωρίς να βιγλίσεις κάτω, γιατί σε κυριεύει δέος από τ’ απότομο το χάος. Ν’ αντιθωρείς τα «ζωνάρια» στις πλαγιές και τ’ ανθισμένα βράχια.
Η μονή της Παναγιάς, της Στομιώτισσας, όπως τη λένε, γιατί, η χαράδρα τ’ Αώου έχει εδώ τη στενότερη κοίτη, που μοιάζει σαν στόμιο, είναι χτισμένη στα 1774 από έναν ηγούμενο Κων/ντίνο.
Το Στόμιο αυτό, έχει σχεδόν σε κοντινή σμίξη δυο θεόρατους βράχους, που ποιος ξέρει πότε κύλησαν από ξεκόμματα γκρεμών και στάθη καν έτσι στον ποταμοπυθμένα, σαν νά ‘ χουνε στόμα, ανοιχτό, κοφτό, φανταστικού και μυθικού θεριού, λες και μοιάζει αρχαίο τάφο ηγεμονικό.
Πάνω, ζερβά, μεσόκορφ’ αντικρύ, σημαδιακό και τρυπητό, σαν σε βραχοσπηλιές ένα παλιομονάστηρο, με τα μπουρίμια ασκηταριά του, που χάνεται αμνημόνευτο στα ερέβη των αιώνων.
Βλέποντας το ναό και τον ξενώνα, τους μπαξέδες και το περιβάλλον, δε βρίσκουμε τον καλόγηρο που λείπει στην Κόνιτσα… Αλλά, είπαμ’ ένα «μπράβο» στο ζήλο και στο μεράκι που τα περιποιείται όλα φιλότιμα, μέσα σε μια μοναστική κι ερημική ζωή, όπου στα δεδομένα της τόσο κοσμικής στην εποχή μας, εύκολα ο καθένας δεν τα υπομένει.
Ο καλόγηρος, είναι ένας παλιός τραπεζικός υπάλληλος, που είχε βαρεθεί ως φαίνεται να λογαριάζει καταθέσεις αθώων κι αφελών, δάνεια, σκάνδαλα και κομπίνες επιτήδειων κατεργαραίων και τοκογλυφίες, κι έγινε παπαδοκαλόγερος, κι έρχετ’ εδώ πάνω και συντηρεί κι αφοσιώνεται, με συντροφιά το περιτρίγυρο βασίλειο των δέντρων, των νερών, των πουλιών και των βράχων.
Όταν σε γιορτή σημαίνει την καμπάνα του, κι αχολογάει ο ποταμός κι όλες οι γύρω ρεματιές, τρέμουν και τα ζουλάπια.
Απ’ τον καιρό που το ‘καιγαν επιδρομείς, όπως Οθωμανοί και Ούννοι… παράμενε σύμβολο μαρτυρικό, στην υποβλητική του σιωπή και στα παθήματα του δουλωμένου γένους, αλλά και σκάλωμα φιλόξενο, αδούλωτων αντάρτικων ψυχών…
Ρίχνουμε πολλά αγναντέματα, ελκυστικά κι ευχάριστα, αντίπερα κι ολόγυρα στη βλαστομάνα φύση και κάτω στο ποταμίσιο γαλαζόνερο, που δεν αργεί με μια βροχή να χολοπρασινίσει.
Τέτοια υπερθεάματα μετά κι απόνα φαγοπότι σε παρεκούλα κρυοπηγή- τα νιώθουμε ολόψυχα και πανοραμικά κι ευδαίμονα. Έτσι ξανανιωμένοι, γυρίζουμε στη βάση μας.
28-5-84
* Για την ετυμολογία του ονόματος του, ο Σ.Π. Τουφίδης στο βιβλίο του «Ο Αώος και η φύση τον», 1982, έχει κάποιες εκδοχές για την παραγωγή και τη διαμόρφωση του. Εμείς παραθέτουμε συμπληρωματικά και τούτες, απλώς για ενημέρωση και σπουδή.
Το ρήμα άω θα πει: χορταίνω κάποιον.
Αώ = τίτλος Κύπριου βασιλιά (φοινικική λέξη)
Αώιον = βουνό της Κύπρου.
Αώος = θεός (κατά τον Ησύχιο) και ηλιακή θεότητα συναφή προς τον Κάβειρο, που λάτρευαν οι Δωριείς.
Άωος = ποταμός στην Κύπρο (από Κύπριο βασιλιά).
Άωτο = το πιο άριστο μέρος, ο ανθός, το αποκορύφωμα, η διάνα που λέμε το «άκρο άωτο», ο αθέρας, το απάνθισμα, η ανώτατη βαθμίδα.
Αναδημοσίευση από το βιβλίο του συγγραφέα «Θωρώντας βουνά & Πέλαγα».