Του Γιάννη Κ. Παπαϊωάννου
Δασωμένες ήταν κι έτσι παραμένουν οι περιοχές των δυο βουνών Σμόλικας και Τύμφη (ή Γκαμήλα). Ο ποταμός Αώος με τα ολοκάθαρα νερά του διασχίζει την κοιλάδα που σχηματίζουν αυτά τα δυο βουνά – ο Σμόλικας και η Γκαμήλα – και προσδίδει μια ξεχωριστή απαράμιλλη φυσική ομορφιά στο πέρασμα του.
Προνομιούχα και πνιγμένα στο πράσινο είναι μετά την Κόνιτσα και στην περιοχή του Σμόλικα τα χωριά Πηγή, Ελεύθερο, Παλαιοσέλι, Πάδες, Άρματα, Δίστρατο. Όμως και το βουνό Κουκουρούτζος, που είναι η φυσική προέκταση της Τύμφης πίσω απ’ το Μιτσικέλι, πνιγμένο στο πράσινο είναι κι εκείνο κι ομορφαίνει τα γύρω χωριά του Ανατολικού Ζαγορίου (τα «βλαχοζάγορα» όπως αλλιώς ονομάζονται), που συναντάς μετά την Μάζια και στρίβοντας αριστερά προς Τζαμαλή -αγά και Μηλιωτάδες κι είναι με την σειρά τα εξής: Τρίστενο, Γρεβενίτι, Φλαμπουράρι, Δίλοφο, Ελατοχώρι, και Καστανώνας, Μακρινό και Βοβούσα και Λάιστα. Ήταν επόμενο και φυσικό λοιπόν οι κάτοικοι των χωριών αυτών να έχουν γνώση του ξύλου και παράδοση στην υλοτόμηση των γύρω δασών απ’ την περίοδο ακόμα της τουρκοκρατίας. Συγκεκριμένα έλεγαν:
«Θέλεις να βρεις καλό ξύλο;
Πάρε οξιά απ’ την Αρόνα
Έλατο από τον Κοζιακό
Πεύκο από το Παϊτάνι και το Περιστέρι».
Η υλοτόμηση περιλάμβανε την ακόλουθη διαδικασία, η οποία συνεχίστηκε και μετά την απελευθέρωση. Πρώτα γίνονταν διαχειριστική έκθεση από την Δασική Υπηρεσία, κατά την οποία προσήμαιναν τα προς κοπή πεύκα ή έλατα ή οξιές μιας περιοχής. Για παράδειγμα πήγαιναν σ’ ένα μέρος, που ήταν κοινοτικό ή δημόσιο δάσος κι αποφάσιζαν κατ’ εκτίμηση την υλοτόμηση μιας συγκεκριμένης ποσότητας ξυλείας σε κυβικά μέτρα Αμέσως μετά έβγαινε σε δημοπρασία η συγκεκριμένη ποσότητα της περιοχής και κατακυρωνόταν στον έμπορο που πλειοδοτούσε. Όταν δημιουργήθηκαν οι τοπικοί δασικοί συνεταιρισμοί, δίνονταν σ’ αυτούς χωρίς δημοπρασία αλλά με την καταβολή ενός τιμήματος η υλοτόμηση κοινοτικών ή δημόσιων δασικών εκτάσεων.
Στην συνέχεια ο δασικός υπάλληλος πήγαινε μαζί με τον αγοραστή, για να προ-σημάνουν τα δέντρα, που θα κόβονταν. Η προσήμανση γίνονταν ως εξής: Ξεφλούδιζαν ένα κομμάτι κοντά στην βάση του κορμού και το σφράγιζαν χτυπώντας με μια σφύρα εμποτισμένη σε χρώμα, για να είναι εμφανής η στάμπα που θα γινόταν. Η σφύρα ήταν του τοπικού δασαρχείου, δηλαδή κρατική. Αξίζει να σημειωθεί ότι επί τουρκοκρατίας υπήρχε νόμος που προέβλεπε, ότι όποιος έφτιαχνε σφύρα προσήμανσης πλαστή, του έκοβαν το χέρι.
Μετά ο αγοραστής των δέντρων έστελνε προσωπικό κι έκοβαν τα δέντρα αφήνοντας πενήντα εκατοστά περίπου πάνω απ’ το έδαφος μαζί με την σφραγίδα-στάμπα, για να φαίνονται ποια δέντρα έχουν κοπεί. Πελεκούσαν με τσεκούρι τον κορμό από την μια μεριά και κατόπιν τον πριόνιζαν απ’ την άλλη δυο άτομα μαζί κρατώντας μια μεγάλη «σάρα» ή αλλιώς «σεγάτσα» (μεγάλο πριόνι μήκους ενάμιση μέτρου, που είχε σε κάθε άκρη μια χειρολαβή, για να το δουλεύουν δυο άτομα ταυτόχρονα), μέχρι να γείρει. Το κόψιμο των δέντρων γίνονταν – όπως αναφέρθηκε προηγουμένως -με τσεκούρι και πριόνι τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο, για να μην έχουν χυμούς επάνω τους και μαυρίζουν οι κορμοί. Αφού έριχναν τα πεύκα κάτω στο έδαφος, τα τεμάχιζαν από δυο μέχρι τρία μετριάμιση μέτρα μήκος (εκείνα που κατεργάζονταν στην συνέχεια με υδροπρίονο), ενώ τα άλλα (τα πριστοπελεκητά) από τρία και μέχρι έξι μέτρα μήκος και έμεναν επιτόπου μέχρι να έρθει η άνοιξη (Μάρτιος -Απρίλιος). Ποτέ οι κορμοί δεν κόβονταν σε διάσταση μεγαλύτερη από έξι μέτρα.
Μετά τον τεμαχισμό συγκέντρωναν τα κούτσουρα σε ορισμένες θέσεις (50 τεμάχια εδώ, 50 τεμάχια αλλού κ.ο.κ) κι έβγαινε επί τόπου ο δασικός υπάλληλος, για να κάνει «εξέλεγξη ». Χτυπούσαν πάλι με την σφύρα σε πολλά σημεία τα σόκορα (δηλαδή τις δυο ακρινές βάσεις) από κάθε κούτσουρο, για να φαίνονται ότι είναι πιστοποιημένα. Ύστερα ο δασικός μετρούσε με το παχύμετρο την διατομή του ξύλου (70 εκ., 80 εκ., 100 εκ. κο.κ.). Μετρούσε και το μήκος καθενός κούτσουρου και γράφονταν οι διαστάσεις σε χαρτί, για να βγει ο κυβισμός του σε στρογγυλή ξυλεία (δηλαδή ο όγκος του σε κυβικά μέτρα) και στο τέλος έβγαινε ο κυβισμός όλων των κούτσουρων και συντάσσονταν το σχετικό πρωτόκολλο σε στρογγυλή ξυλεία.
Στα 100 κυβικά μέτρα πρωτόκολλο στρογγυλής (δηλαδή ακατέργαστης ξυλείας) το ένα τρίτο περίπου ήταν φθορά. Έτσι από τα 100 κυβικά μέτρα υλοτόμησης θα έβγαιναν τελικά 66 κυβικά μέτρα κατεργασμένης ποσότητας ξύλου. Αν με το πρωτόκολλο προέκυπτε μικρότερος κυβισμός απ’ ό,τι είχε υπολογιστεί με την αρχική προσήμανση, γίνονταν συμπληρωματική προσήμανση δέντρων καθώς και συμπληρωματικό πρωτόκολλο με άλλα κούτσουρα, για να συμπληρωθεί η ποσότητα σε κυβικά, που είχε αγοράσει ο έμπορος σε στρογγυλή ξυλεία κατά την δημοπρασία.
Ειδικοί στο πριστοπελεκητό ξύλο ήταν οι Μακρινιώτες (δηλαδή οι καταγόμενοι απ’ το χωριό Μακρίνο του Ανατολικού Ζαγορίου), που έβγαζαν κατεργασμένα ξύλα μήκους μέχρι έξι μέτρα κατάλληλα για τον σκελετό στέγης (γρεντές – ψαλίδια – κέντες). Πρώτα έσκιζαν με πριόνι τον κορμό στα τέσσερα και στην συνέχεια πελεκούσαν το σκιστό (=πριστό) ξύλο με τσεκούρι, για να βγάλουν κατεργασμένη ορθογωνική επιφάνεια, που ονομάζεται πριστοπελεκητή.
Οι Βοβουσιώτες και οι Διστρατιώτες (δηλαδή οι καταγόμενοι από την Βοβούσα και το Δίστρατο Κόνιτσας) όταν έλιωναν τα χιόνια την άνοιξη κουβαλούσαν τα κούτσουρα, που είχαν κόψει από Οκτώβριο – Νοέμβριο μήνα, στην θέση του υδροπρίονου κι αφαιρούσαν αρχικά τις άκρες τους με το υδροπρίονο, για να πάρουν διατομή ορθογωνική. Στην συνέχεια έκοβαν με το υδροπρίονο τα κούτσουρα στο πάχος που ήθελαν, για να βγάλουν ξυλεία κατάλληλη για οικοδομήσιμο υλικό (πατώματα, ταβάνια, καδρόνια, ξύλα για παράθυρα και πόρτες. Εδώ αξίζει να αναφερθεί ότι το πεύκο και το έλατο είναι ήμερα ξύλα. Από την οξιά έβγαινε ξύλο για έπιπλα και καρέκλες. Όμως το ξύλο της οξιάς απ’ την Αρόνα ήταν τόσο μαλακό, που κόβονταν με το τσεκούρι σαν μαχαίρι από πάνω μέχρι κάτω, χωρίς να χάνει χιλιοστό. Από οξιά Αρόνας έφτιαχναν στην Άμφισσα βαρέλια για ελιές, που τα έστελναν εξαγωγή σε Αμερική και Αυστραλία.
Το υδροπρίονο είχε χοντρή λάμα πάχους τριών χιλιοστών (0,3 εκ.) με πλάτος δεκαπέντε εκατοστά (15 εκ.) και μήκος ενάμιση μέτρο (1,5 μ.) και δούλευε πάνω στα βουνά με την δύναμη του νερού, όπως οι νερόμυλοι, γι’ αυτό και πήρε το όνομα υδροπρίονο ή νεροπρίονο. Οι κομπανίες (δηλαδή οι παρέες) έφτιαχναν αυλάκια (που τα ονόμαζαν καρούτες) σκάβοντας το χώμα ή ακόμα και με ξύλα, για να κατευθύνουν το νερό και να το φέρουν στο σημείο που ήθελαν, όπου και θα το άφηναν να πέσει. Ο «κουτσός» ή «στριφτός» ήταν ένα χοντρό ξύλο, που κινούνταν με την δύναμη του νερού που έπεφτε και στον οποίο κουτσό προσαρμόζονταν ένα πλαίσιο (τελάρο ή αργαλειό αποκαλούσαν το πλαίσιο), που περιείχε το πριόνι και που ανεβοκατέβαινε κατακόρυφα κάνοντας σταθερές παλμικές κινήσεις. Τα κούτσουρα τα έσερναν μετά τσεκούρια ή με τα ζώα μέχρι την αυλή, όπως αποκαλούσαν το μέρος όπου δούλευαν οι εργάτες και στο οποίο βρίσκονταν το υδροπρίονο. Τα τοποθετούσαν πάνω σε μια σταθερή βάση από δυο κούτσουρα (την σταθερή βάση την έλεγαν «αραμπά») και οδηγούσαν το κάθε κούτσουρο στο υδροπρίονο, για να σκιστεί. Ταυτόχρονα μια αλυσίδα – που κινούνταν κι εκείνη με την δύναμη του νερού – τράβαγε σιγά-σιγά το κούτσουρο μέχρις ότου σκιστεί και το έφερναν πάλι πίσω. Με το υδροπρίονο έσκιζαν κι έβγαζαν ξύλα διαφόρων διαστάσεων και μήκους μέχρι τρία μετριάμιση μέτρα. Οι κομπανίες δεν σταματούσαν την δουλειά. Δούλευαν μέρα-νύχτα με τα ξύλα όλον τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, για να προλάβουν να βγάλουν την παραγωγή, όσο διάστημα έτρεχε άφθονο το νερό. Το σαββατοκύριακο έμενε ένας από την κομπανία στο υδροπρίονο. Οι άλλοι πήγαιναν στα σπίτια τους να πλυθούν και να πάρουν μαζί τους φαγητό για μια εβδομάδα, για να το έχουν για τις επόμενες μέρες της δουλειάς.
Τοπικά δασαρχεία υπήρχαν στους Κήπους Ζαγορίου (παλιά ονομασία Μπάγια), στο Μέτσοβο, στην Κόνιτσα και φυσικά στα Γιάννινα. Αφού φόρτωνες την κατεργασμένη ξυλεία, περνούσες από το τοπικό Δασαρχείο, ανέφερες τα κυβικά που κουβαλούσες, γινόταν ο σχετικός έλεγχος και το τοπικό Δασαρχείο έδινε πιστοποίηση γι’ αυτά τα κυβικά. Αμέσως αφαιρούσε αυτήν την ποσότητα από το σχετικό πρωτόκολλο που είχε συνταχθεί, μέχρις ότου εξαντληθεί η συνολική ποσότητα που είχε αγοραστεί από τον έμπορο. Το φορτίο έμπαινε στην πόλη, περνούσε υποχρεωτικά από τον Δασικό Σταθμό, έδιναν την πιστοποίηση, γίνονταν ο σχετικός έλεγχος και μεταφέρονταν τελικά στον ξυλέμπορα. Ο Δασικός Σταθμός βρίσκονταν κοντά στην Λιμνοπούλα απέναντι από το νεόκτιστο συγκρότημα της Ριζαρείου Πολιτείας, συγκεκριμένα δε μεταξύ του δρόμου προς Λιμνοπούλα και του κλειστού κολυμβητηρίου.
Με αυτόν τον τρόπο γίνονταν η μεταφορά της ξυλείας από το δάσος στην πόλη. Προτού γίνει η διάνοιξη του δρόμου Πέραμα – Μάζια στο Μιτσικέλι, δηλαδή μέχρι το 1939-40, τα ξύλα απ’το Μακρινό και την Βοβούσα μεταφέρονταν με τα ζώα μέχρι την Ντουραχάνη, στον Πόρο. Από εκεί τα έβαζαν σε καΐκια και τα έφερναν στην Σκάλα – δίπλα στα ταμπάκικα τη ς Σιαράβας – όπου υπήρχε Δημοτικός Σταθμός για την πιστοποίηση τους. Τα ξύλα απ’ την Λάιστα μεταφέρονταν προπολεμικά με τα ζώα μέχρι την Ελάτη (παλιά ονομασία Μπούλτση). Εδώ συγκεντρώνονταν τα φορτία, έμπαιναν σε μικρά αυτοκίνητα -γιατί μέχρι εδώ έφτανε ο αμαξιτός δρόμος – και συνέχιζαν την διαδρομή τους για τα Γιάννινα.
Μετά το 1950 έρχονταν στην πόλη στρόγγυλοι κορμοί (κούτσουρα) και κατεργάζονταν στα πριστήρια με τις καταρρακτοκορδέλες, οι οποίες κινούνταν ή με ρεύμα ή με πετρελαιομηχανή. Τα πριστήρια που λειτουργούσαν στα Γιάννινα ήταν: Το συνεταιριστικό πριστήριο των αδελφών Κωνσταντίνου και Ευάγγελου Τσινάβου – Μιχάλη Νιτσοτόλη – Νίκου Δήμου πριν απ’ το σημερινό Μαρούτσειο Δημοτικό Σχολείο στην αρχή της οδού Κατσαρή.
Των αδελφών Ζιαμπίρα πριν απ’ το αεροδρόμιο στην αριστερή πλευρά του δρόμου, όπως βγαίνουμε από την πόλη.
Των αδελφών Νούσια πριν απ’ το αεροδρόμιο στην αριστερή πλευρά του δρόμου. Των αδελφών Κήτα μετά το αεροδρόμιο στην δεξιά πλευρά του δρόμου, όπως βγαίνουμε απ’ την πόλη.
Μετά το Πέραμα πάνω απ την εθνική οδό Ιωαννίνων – Μετσόβου – Θεσσαλονίκης στο ύψος της Αμφιθέας.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι εδώ και μερικά χρόνια η περισσότερη ξυλεία πεύκου βγαίνει σε στύλους, που προμηθεύονται η μεν ΔΕΗ δωδεκάμετρους (δηλαδή δώδεκα μέτρα μήκος), ο δε ΟΤΕ λεπτότερης διατομής και μικρότερου μήκους.
* Αρόνα: περιοχή πίσω απ’ το Ανήλιο Μετσόβου.
Κοζιακός: περιοχή απέναντι απ’ το Τσεπέλοβο και το Σκαμνέλι.
Παϊτάνι και Περιστέρι: περιοχές πάνω από την Λάιστα. Σήμερα το Περιστέρι έχει καεί.
Αναδημοσίευση από το βιβλίο του Γιάννη Παπαϊωάννου «…στα μονοπάτια τα παλιά»