Ο Αλή πασάς ως ανώτατος δικαστής

Του Απόστολου Ντιναλέξη

Πήρα αφορμή για τούτες τις αράδες από ένα αρτζουχάλι (έγγραφη αίτηση) μιας μάνας απ’ το Μονοδέντρι, που ζητάει απ’ τον Αλή πασά την αποφυλάκιση του γιου της. Ας δούμε πρώτα το αίτημα:

«Υψηλότατε και ευσπλαχνικότατε ηγεμόν πάσης Ηπείρου φιλώ τα ίχνη των ποδών σου. Εγώ η σκλάβα σου Μαναδενδρίτισσα με δάκρυα παρακαλώ το ύψος σας να κάμετε μέγα μερχαμέτι (ευσπλαχνία) σε μένα σα μέγας αφέντης που είσαι και να συγχώρεσης το άλμα του παιδιού μου, οπού είναι φυλακομένο δυώ χρόνους και χάνονται τα παιδιά μου τα μικρά, τα αγκόνια μου και η γυναίκα του και εγώ η μάνα του. Γίνου, αφέντη μου, μαμετλή (επιεικής), βουκούφης (γνώστης, ενήμερος) από τους βεκύληδες σας (εκπροσώπους) στη Πρέβεζαν, ότι του παιδιού μου δεν είναι το σφάλμα, αλλά το ταξεράτι του (αμέλεια, σφάλμα) ήταν να παιδευθή. Αμάν, αφέντη μου, στη ζωή σας την ακριβή διά όλους τους ραγιάδες σου και στη ζωή των βεζυρζαντέδων (βεζυρόπαιδα) βεζυράδων σου και στη ζωή του Σαληχπασά να κάμης μερχαμέτι στη σκλάβα σου και σκλαβόπουλά σου και να προστάξης να ξεφυλακωθή και πάλε εδώ είναι τος, δεν είναι γιουρμπετλής (ταξιδευτής) να λείψη, αλλά πάλε στα χάνια σας θα δουλεύση διά να μας κυβέρνηση όποτε τον ζητήσετε στο χέρι τον έχετε και αυτόν και εμένα και την γυναίκα του και τα παιδιά του. Σκλάβα σου πιστή Ζαγορίσια από Μαναδένδρι, μάνα του σιόλου».

Τα πρόσωπα που προκύπτουν το έγγραφο είναι: 1) μάνα ζαγορίσια Μονοδεντρίτισσα, χήρα 2) γιος φυλακισμένος 3) μικρά παιδιά της, αδέρφια 4) νύφη, γυναίκα 5) εγγόνια. Άρα ο φυλακισμένος είναι προστάτης οικογένειας τουλάχιστον εξ προσώπων. Δούλευε σε χάνι του Αλή στην Πρέβεζα, παρανόμησε και ήδη είναι δυο χρόνια φυλακή. Η μάνα επικαλείται την ευσπλαχνία και την επιείκεια του Αλή, αναγνωρίζει ότι ο γιος της υπέπεσε άθελα του σε σφάλμα και ζητάει την αποφυλάκιση του. Το έγγραφο δεν έχει τόπο και χρόνο. Επειδή αναφέρεται στον Σαλήχ πασά (τρίτος γιος του Αλή) θεωρείται ότι συντάχτηκε μετά το 1814, που ο Σαλήχ έγινε πασάς. Τόπος πρέπει νάναι τα Γιάννινα και πιθανώς η μάνα το παρέδωσε η ίδια στο σεράγι και λίαν πιθανότατο ν ίδιο τον Αλή πασά προσωπικώς. Πηγή του εγγράφου: «ΑΡΧΕΙΟ ΑΛΗ ΠΑΣΑ, έκδοση ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΕΘΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΕΡΕΥΝΩΝ», Αθήνα 2007.

Στο εν λόγω αρχείο υπάρχουν πολλά αρτζουχάλια απ’ τα οποία προκύπτει ότι ο Αλής, πέρα απ’ το ανακριτικό έργο του, δίκαζε ανέκκλητα αστικές και ποινικές υποθέσεις παρακάμπτοντας επίσημες δικαστικές αρχές. Τούτο ισχυρίζεται βάσιμα ο Δημ. Λ. Ζώτος στο βιβλίο του «Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΕΙΣ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΛΗ ΠΑΣΑ», Αθήνα 1938. Στη σελίδα 45 γράφει: «Ο Αλή Πασάς αναλαβών την εξουσίαν, δεν ανέτρεψεν το δικαστικόν καθεστώς, το οποίον υφίστατο και δεν κατήργησεν ουδέν των χριστιανικών προνομίων. Όλως τουναντίον μάλιστα επέδειξεν εξαιρετικόν ενδιαφέρον διά τον περιορισμόν της ακολασίας των Τούρκων δικαστών και ησχολήθη και ο ίδιος εις το έργον της απονομής δικαιοσύνης δεχόμενος και εγγράφους πρόσφυγας και εκδίδων αποφάσεις ως ανώτατος δικαστικός άρχων».

Το παραπάνω αρτζουχάλι της μάνας απ’ το Μονοδέντρι οδηγεί τη σκέψη μας στην ακροαματική (προφορική) διαδικασία ενώπιον του βεζύρη. Αλλά καλύτερα τα γράφει ο Δ. Ζώτος στη σελίδα 101 του αμέσως παραπάνω βιβλίου του, όπου κι αυτός δανείζεται τον περιηγητή E. Holland «Πολλάκις παρευρέθην -διηγείται ο Holland- καθ’ ον χρόνον ο Αλής ήκουε τας καταγγελίας των υπηκόων του. Έκαστος εισέρχεται μόνος, φιλεί το κράσπεδον του βεζυρικοΰ φορέματος και έπειτα εκθέτει το παράπονόν του και διατυπώνει την αίτησίν του. Ο βεζύρης ακροάται μετά προσοχής και ζητεί ν’ ανακάλυψη όλην την αλήθειαν. Αποφασίζει ταχέως και ανεκκλήτως, διότι αυτός μόνον υπάρχει, απάντων ανεξαιρέτως, ο Ανώτατος δικαστής, κρίνων ουχί κατά νόμους γραπτούς ή άγραφους, αλλά κατά την διά παντός τρόπου ανεύρεσιν της αληθείας. Σημειωτέον, καθάπερ εξ ακοής και εξ αυτοψίας εβεβαιώθην και ο τελευταίος των υπηκόων του έχει πεποίθησιν εκ των προτέρων, ότι αναφερόμενος προς τον βεζύρην θα δικαιωθεί ευκολώτερον και ταχύτερον παρ’ ότι εάν προσέπιπτεν εις τους πόδας των υπουργών ή των υπαλλήλων του. Εις όλον το Κράτος του ουδείς υπάρχει άνθρωπος πρεσβύτης, του οποίου δεν γνωρίζει ή δεν ενθυμείται το πρόσωπον και το όνομα. Αλλά και η επιμέλεια, μεθ’ ης εγκύπτει εις τας υποθέσεις είναι απίστευτος».

Ο ποιητής και διηγηματογράφος Χρ. Χρηστοβασίλης, που ασχολήθηκε με τον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης απ’ τον Αλή πασά, γράφει ότι αυτός είχε φυσική ευφυΐα, βαθειά διαίσθηση και ψυχολογική δύναμη. Για ενίσχυση των απόψεων του ο Χρηστοβασίλης διέσωσε και δημοσίευσε δικαστικά ανέκδοτα για τον δικαστή Αλή πασά. Ο Δ. Ζώτος στο παραπάνω βιβλίο του, στη σελίδα 106 επόμενα, καταγράφει την τιμωρία του Γιουσούφ αγά (όπως διεσώθη απ’ τον Χρηστοβασίλη) και μια που το θύμα είναι Ζαγορίσιος ταξιδεμένος, ας το  διαβάσουμε έστω και για ηθική εκτόνωση: «Ένας Ζανορίσιος επέστρεφεν από την ξενητειά κι όταν έφθασεν εις τους Αγίους Σαράντα με το πλοίον, εμίσθωσε το άλογο ενός τουρκαρβανίτη αγωγιάτη και ξεκίνησαν για το Ζαγόρι. Το βράδυ διενυκτέρευσαν εις το Δέλβινον και εις το σπίτι του Γιουσούφ Αγά. Τη νύκτα ο Γιουσούφ του έκλεψε από το δισάκι τους παράδες. Τον ιδρώτα είκοσι χρόνων πικρής ξενητειάς. Του κάκου διεμαρτυρήθη. Του κάκου έκλαιε και εφώναζε. Τι να κάμει; Να πάει στον Κατή; Αλλά με τι μάρτυρες θ’ απεδείκνυε την κατηγορίαν; Μια και μόνη σωτηρία υπήρχε: Η κρίσις και η δυναμις του Αλή Πασά. Και αντί να κατευθυνθεί προς το Ζαγόρι, μετέβη στα Γιάννινα και παρουσιάσθη εις τον Αλήν και κατήγγειλε τον Γιουσούφ Αγαν. Εντός τριών ημερών ένας τσοχαντάρης μετέβη εις το Δέλβινον και έφερε δεμένον τον Γιουσούφ. Και αρχίζει η ανάκρισις: – Εσύ ωρέ πήρες τους παράδες του Ρωμιού τη νύχτα; –  Ψέμματα, Πασά μ’. Ο Γκιαούρης με συκοφαντεί. Κατόπιν απευθύνεται προς τον ταξειδιώτην Ζαγορίσιον και του λέγει: –  Πρόσεξε καλά και πες μου, αυτός σου πήρε τους παράδες; – Ή αυτός ή το σπίτι του, Πασά μ’- –  Δεν του πήραμε τίποτε, Βεζύρη μου, και θέλει να μας πάρει στο λαιμό του. Ο ευφυέστατος Αλής με την βαθείαν κρίσιν και την οξύνοιάν του εκάλεσε τότε ένα τσοχαντάρη, εις τον οποίον είπεν ιδιαιτέρως: – Να βγάλης έξω και τον Αρβανίτη και τον Χριστιανό, αλλ’ από άλλο δρόμο τον ένα και απ’ άλλο τον άλλο. Να τους ζύγισης και τους δυο χωρίς να το ξέρουν αναμεταξύ τους και να μου πης πόσο βγήκε ο ένας και πόσο ο άλλος. Κι’ ύστερα φώναξε δυνατά κι’ είπε: – Εγώ δεν μπορώ, Γιουσούφ, να πιστέψω το Χριστιανό και να σε πάρω στο λαιμό μου… Πηγαίνετε τώρα στα σπίτια σας και σ’ ενενήντα μέρες από σήμερα να γυρίσετε πίσω και να μου πείτε μήπως μάθατε τίποτε για τον… πραγματικό κλέφτη.

Έφυγαν κι’ οι δυο και το ζύγισμα έγινε, όπως είχε διατάξει, κρυφά, ο Αλής. Κι’ ευρέθηκε 52 οκάδες ο Γιουσούφ Αγάς και 63 ο Ζαγορίσιος Χριστιανός. Μετά 90 ημέρας ενεφανίσθησαν ενώπιον του Αλή και οι δύο κατά τους ορισμούς του και αντί άλλης εξετάσεως καλείται ζυγιστής, ίνα τους ζυγίσει ενώπιον του. Και το αποτέλεσμα; Ο Τουρκαρβανίτης κλέπτης, χαριέστατος κι’ ευτραφέστατος, διότι ενόμισεν ότι διέφυγε τον κίνδυνον, από 52 οκάδες έφθασε 56 ½  κι ο δυστυχής Ζαγορίσιος από 63 οκάδες έγινε από τη στενοχώρια του, την πίκρα και τη συμφορά του 57 ½ οκάδες. Δεν ήθελεν άλλην απόδειξιν ο Αλής. Η ζυγαριά απεκάλυπτε τον κλέπτην. Η ζυγαριά απεδείκνυε την αλήθειαν της μηνύσεως. Ο Ζαγορίσιος ήτο πραγματικόν θύμα της κλοπής και ο Γιουσούφ ηναγκάσθη να ομολογήση την πράξιν του, όταν ο Αλής του είπε καταγανακτισμένος: – Πες την αλήθεια ή χάθηκες! Εσύ τα πήρες. Σ’ είδα με τα μάτια μου τα ίδια!… Ο Γιουσούφ κατεταράχθη, έμεινεν εμβρόντητος, ωμολόγησε την κλοπήν του και αφού παρέδωκε τα κλαπέντα, παρέδωκε κατόπιν και το πνεύμα του. Κατεδικάσθη εις θάνατον και απηγχονίσθη προς παραδειγματισμόν».

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «το Ζαγόρι μας» (αρ. φ. 406)

Advertisement