Ορειβασία στο Σμόλικα

Του Λαμπρού Μάλαμα*

Μια μέθη υπέρτατης χαράς, μας εκυρίεψε μια μέρα τ’ Αλωνάρη που ανεβήκαμε στο Σμόλικα. Πηδούσαμε σαν διψασμένα ελάφια στις πολυβλάσταρες πλαγιές του. Παίρναμε βαθιές μοσκόβολες ανασεμιές.
Ο Σωτήρης φωτογράφιζε αράδα τη φυσική εκείνη μεγαλοπρέπεια και κάθε όμορφη τοπιακή συστάδα.
Βουνό τρανό και πλουσιόδωρο ο Σμόλικας.


Η πιο ψηλή κορφή του, 2.637 υψόμετρο.
Διαφεντεύει μετά τον Όλυμπο, πολλούς ένα γύρω μεσούρανους αιθέρες.
Ανηφορίζουμε από τη ΝΔ πλευρά του 15 ορειβάτες, στη θηλέστια κι απάτητη κορμοστασιά του.
Νιώθουμε πως τρέφει έναν κόσμο δικό του, ονειρικό και ποικιλόμορφο.
Λογιάζουμε τα χρυσομέταλλα στο γκάστρι, κάθε ανέρευνης κοιλιάς του.
Χαιρόμαστε τα νερομάνια κρύσταλλα που φιδοδέρνονται κελαρυστά στα ρέματα και παν’ για τον Αώο και το Σαραντάπορο.
Παρατηρούμε τ’ αραιά χιονομπαλώματα σ’ ανήλιαγες μασχαλομπάτουλες και σε κορφές αετούς να σαϊτεύουν τους ανέμους.
Καρφώνουμε στιγμές στιγμές, τους προβολείς των ματιών μας, στο πιο ψηλό του σύνορο με ουρανό κι ορίζοντα.
Κάνουμε στάσεις κι ανεβαίνουμε, πότε με ζικζακωτές κι αγαλινές πορείες κι άλλοτε σε ομαλές ανάβασες, ανάμεσα από δάση.
Οι ψυχές αναγεννιούνται και δε χορταίνουν ομορφιά και σφρίγος κι οξυγόνο.
Έχουμε αυτή την ημέρα αποσκορακίσει ολότελα, την αποπνιχτική κι αφόρητη ζωή από τα φυλακόσπιτα των πόλεων.
Ο Σμόλικας έχει ακόμα στα ματωβαμένα χώματα του, σπαρμένα λείψανα, απ’ άδικους πολέμους!…

Αναλογιζόμαστε την τραγική μοίρα των θυμάτων, που επέβαλαν ξένοι αποικιοβλέπτες, με λογιών παγίδες και μορφές…
Έτσι, όπου κι αν ανέβεις, όπου κι αν σταθείς, σε διάσελα και σε σιαδάκια και πλαγιές του Σμόλικα, οσφραίνεσαι ευφραντικά, το ρετσινάτο κι ελατίσιο μόσκο, κι όλα τα ταπεινά των βοτανιών λιβάνια!
Και ναι, σε κάθε πέρασμα, ο νους, ας καταδύεται σε βάθη ιστορίας.
Αγγίζουμε τη χλόη, και τη νιώθουμε ολόδροση και απαλή, βελούδινη σαν πούπουλο, που φύτρωσε απ’ τη σκληρή και στρατοκόπο νιότη… σε περασμένους πόλεμους.
Σαν βγαίνουμε αργά, ξανάσεφτα, σε πράσινες ισιοτοπιές, οι πιο νέοι της συντροφιάς, χοροπηδούν από λαχταριστές χαρές, όπως τα ανύποπτα ζαρκάδια και οι λαγοί στα παιγνιδίσματα τους.
Πολύκλωνες και πέρφανες από λεύτερες δεντροστοιχίες σιλουέτες, ξανοίγουν τα πολύφυλλα φουρά τους, και χαιρετάν σαν μπαλαρίνες νύφες, τους χαμηλούς βρακάτους πευκιάδες.
Σ’ όποια κορφή του Σμόλικα κι αν σταθεί ο ορειβάτης, θα νιώσει ολόψυχα την πάνσοφη φύση, αυτή την άφταστη κι αριστοτέχνισσα κοσμοπλάστρα πηγή της ζωής μας, σε αποθεωτική και πολύμορφη όψη.
Όσο βαδίζει κανείς όλο και ψηλότερα, τόσο λησμονεί τις τρεχούμενες έγνοιες, τα μικρόψυχα, τα πονηρά και τα κακά του κόσμου.
Νιώθει έναν οικειότερο δεσμό, με τη μάνα του ζωογόνα πανγεννήτρα των όντων. Αλλά και την αίσθηση της υπεροχής του ανθρώπινου είδους, που προσφέρουν τα μύρια κι αλόγεφτα ζωντανά πλάσματα της, εξορκίζοντας βέβαια, όποια λύπη, από παράλογα κι αδύναμα στοιχείο του βίου.

Είν’ αλήθεια, πως, όταν ανεβαίνεις σε τέτοιες κορφές, αιστάνεσαι πιο λεύτερος και πιο δυνατός!
Λυτρώνεσαι για ώρες πολλές, από κάθε παράφορα ψευτοπολιτισμού και σύγχρονης δουλείας. Εκτιμάς βαθύτερα τη νομοτέλεια του προορισμού σου και τις εντελέχειες της δυναμικής σου ύπαρξης.
Χαίρεσαι τα πουλιά, μέσα στα δασικά τους βασίλεια κι εκείνα τα λαμπαδόκορμα δέντρα.

Ενώ λυπάσαι για τα όποια αποκαΐδια και σκέλεθρα που ‘χανε καψ’ οι κεραυνοί και οι βόμπες «ναπάλμ» του Βαν-Φλιτ, το αποφράδιο έτος 1949, όταν έφτασε η «τρινιτολουόλη» ως τα ριζιμιά τους βάθια.
Ανεβαίνουμε όλο και σ’ αμόλεφτα, μοσχόπνοα κατατόπια, μακρυά από τα τρισκατάρατα «μπενζαμίν» των πόλεων…
Από την πλευρά των Πάδων, του Παλιοσελιού και των Αρμάτων, νιώθεις με τα λυγμικά κι εναρμόνια κυλίσματα νερών, την έγκατη βαριά μεταλλοφόρα ντυμασιά του γερο-Σμόλικα, όπου, η γη του με τους ανέμους, αχοβογγάει στενάγματα σκληρής εγκυμοσύνης.
Σαν να ζητάνε και δε βρίσκουνε καισαροτόμους για να βγουν στην επιφάνεια, να ωφελήσουν.

Ο ήλιος από τα ψηλά, στην τροχιά της θερινής του εποχής, μας φαίνεται ο φωτοβόλος δίσκος του όλο και πιο σιμότερα.
Τα φίλτρα από πυκνόδασα κι από αγριολούλουδα σου μυρώνουν όλη τη διαδρομή. Κι όλο σ’ αναφτερώνει πιο πολύ, η αόρατη μοσχοπνοή τ’ αγέρα.
Τα τρεχούμενα νερά, σου τραγουδούν ασίγαστα μεταβολές σε εποχές και κόσμους, σαν να σου λένε:
Γίνε ω άνθρωπε, μοχλός κι εσύ, εξόρυξης στα αγαθά της γης σου… και μην κρατάς υπόνοια πως κατοικούνε μυθικοί θεοί στα πιο ψηλότερα βουνά σου, όπως η πλάνη αρχαίων προγόνων σου, πάνω στο Μύτικα τ’ Ολύμπου.

Αν απλώσεις τα χέρια σου, μ’ όλη τη μυϊκή σου ορμή, τη γρανιτένια θέληση του ψυχικού δυναμισμού σου, γίνεσ’ ένας νέος Άτλας… και σε βουρκωμένο ακόμα ουρανό, παραμερίζεις τα σύννεφα, αγκαλιάζεις μ’ όλη σου τη στοργή και κόβεις τα κρόσια του ήλιου σαν με δρεπάνι και τα μοιράζεις λογικά και δίκαια, στους ταπεινούς της γης.
Σημαδεύοντας τη γιγάντια κορφή, φτάνουμε σ’ έν’ αυγουλόσχημ’ οροπέδιο, ύψος 2.120, που απλώνεται τρεμουλιαστή από τ’ αγέρι, η ξακουστή Δρακόλιμνη του Σμόλικα.
Την περιεργαζόμαστε, αναθυμούμενοι, το μύθο με το δράκοντα, της πλάστρας φαντασίας του λαού και των προγόνων μας, που οραματίζονταν με ψευδαισθήσεις και δέος, το δράκο ν’ αναδύεται απ’ τα νερά της λίμνης, και να πετάει λιθαροτρόχαλα, στην άλλη, κατά τη δύση χαμηλότερα Δρακόλιμνη της Τύμφης.
Έτσι, καθώς λέει η μυθική παράδοση, ο δράκουλας του Σμόλικα, νικούσε τον τυμφαίο… αναπηδωντας απ’ τις ερημικές κακόκαιρες νυχτιές, τρικυμιστά από τα νερά (τις είδε, όπως πέφτανε τρανά παγοβουνάκια) κι έβγαινε τάχα απ’ τους βυθούς το κέρβερο αρπαχτικό κριάρι, κι έχαφτε με κάθε αναταραχή κι από 40 πρόβατα των τσελιγκάδων…

Μα πέρα από μύθους και θρύλους, το λεκανοπέδι και τ’ αγριοχόρταρα που κόντευαν να μαραθούν από τους δυνατούς αγέρες (μπουγάζια των κορφάδων) είχαμε πια πεινάσει και ακολούθησε γαστρονομία με τα τυριά, τα κεφτεδάκια, τις ελιές, και άλλες ξηροτροφές και φρούτα κοντά στη λίμνη, πλάι σε κυκλάμινα και μέντες και ζουμπούλια…
Κι έπειτα, δεν «εκλαύσαμεν» (όπως «εις ποταμόν Βαβυλώνος» οι περιπλανώμενοι Ιουδαίοι) τα θύματα των δράκων, μήτε το ψέμα των σκυλοψαριών και του δήθεν αμέτρητου βάθους.

Τηνε βυθομετρήσαμε προσεχτικά με λαστιχόβαρκα τη λίμνη, σε όλα τα σημεία της’ και είναι το βαθύτερο της, τριάμιση μέτρα μόνο, το πλάτος της 60 και το μάκρος 135. Μετά, την τραγουδήσαμε περήφανοι κ’ ικανοποιημένοι και της χάρισα τους παρακάτω στίχους:
Δρακόλιμνη του Σμόλικα χαρά στο ψήλωμά σου δεν είναι πια μυστήριο το βάθος της καρδιάς σου και πια ο γερο-Σμόλικας την Τύμφη δε μαλώνει. Της επιστήμης τώρα έγινε ο κόσμος το στημόνι. Μ’ ένα σου μόνο σάλεμα δεν πια πλανιέται η σκέψη, κι ούτε ο δράκος πρόβατα δε βγαίνει πια να κλέψει. Δεν κλαίνε τα ψηλά βουνά από άνεμους και χιόνια, μον’ κλαιν για τις ανθρώπινες κακοτοπιές αιώνια.

Σε λίγη ώρα, με μια τελική ανάβαση, σκαρφαλώσαμε στο 2.637, στο πιο ψηλό κατάνακρο του Σμόλικα το μπόι…
Μα εκεί, ποτέ δε σταματάς ώρα πολλή απ’ τους ανέμους, τα σύννεφα και τα δρολάπια συνάζονται γοργά «ως δια μαγείας» και σε κυνηγούν.
Εκεί πάνω οι άνεμοι, είναι μαγνητοφόροι, ορμητικοί σε κεραυνούς και μπόρες.
Στο τρομερό του ανάστημα, δε σε κρατάει πολύ ο Σμόλικας, όπως κι ο Όλυμπος, κι ο Ψηλορείτης, κι ο Ταΰγετος.
Σε συνεπαίρνει κούρσεμα, καταδρομή και σου χαλάει το θάμασμα, τον ευτυχή σου ρεμβασμό, στην τρίγυρη υπερθέα.
Μπορείς όμως στα γρήγορα, να κάνεις αποτίμηση σε όποιαν αξία της ζωής και ομορφιά της φύσης.
Ο αναβάτης στα ψηλά παίρνει την αίσθηση μιας δύναμης και κατεβαίνει ομαλά και γνωστικά στην πεζοπόρα του μικρότητα.
Αλλά και νιώθει μέσα του μια μυστική περφάνια, πως κάποιο ψήλος δάμασε, σ’ αμόλεφτα κι απάτητα βασίλεια των αετώνε.
Μα σαν εσχηματίζουνταν γύρω μας μπλάβα σύννεφα κι έσμιγαν απειλητικά, πήραμε τον κατήφορο.
Σκεφτήκαμε το πως, σε τόσο υψόμετρο, οι μπόρες έρχονται απρόσμενες και ξαφνικές. Οι κορφές μαυλίζουνε γοργά τις καταχνιές και από γκρίζες, μεταβάλλονται σε μολυβιές, που φορτίζουν ήλεκτρα και συγκρούονται μ’ αστροπελέκια και σπάνε κι ανοίγουν οι κρουνοί, κ’ η καταιγίδα χειμαρριάζει τις νεροσυρμές που οργώνουν τις πανωπλαγιές και χύνονται στη Δρακολίμνη.
Απ’ αυτή, πήραμε πάλι γοργά κατάβαση…
Μα τώρα άλλη πορεία, από τη βορεινή πλευρά του Σμόλικα, για το χωριό Κεράσοβο.

Τα πόδια μας δρασκελούσαν πηδηχτά προς αυτό το δασωτό κατήφορο κι ούτε που προσέχαμε τα πληγωμένα δέντρα και τα χναρολίθαρα ταμπούρια, που  ‘χανε γύρω άδειους κάλυκες και κάποια ακόμα βλήματα σκόρπια κι άσκαγα, από τον περασμένο πόλεμο.
Είχε τσακίσ’ η μέρα δειλινό, κι ούτε που προλαβαίναμε να χαρούμε ανάμεσα στα δάση την απαλή γλυκοπρασιά,τα πορφυρά από το λιόγερμα φώτα τ’ ουρανού.
Σ’ όποια μεριά του Σμόλικα, όταν πέφτει το σούρουπο βαρύ, σε συμμαζεύει η αίσθηση του κίνδυνου απ’ άγρια ζούδια και σκοτάδια.
Ο βόγγος απ’ τα έλατα σκορπάει ανατριχήλα.
Φεύγοντας από τα ψηλά τα διάσελα, κι εκείνη τη βουνήσια μουγγαμάρα, που μπερμπαντεύει αόρατα, τυλιγμένη σε μιαν ατέλειωτη έκσταση και μαγεία, αφήναμε ένα κομμάτι από την ψυχή μας, εκεί γύρω στη σκουροπράσινη χλόη της Δρακόλιμνης’ αλλά και λίγη φλόγα, από κείνη που καίει πάντα την καρδιά μας, για το ανέβασμα μας στα ψηλώματα.

Αφήσαμε βέβαια και πολλές ανάσες, από την ορμή, της πιο ώριμης νιότης μας, να φτάσουμε τα πιο άφταστα και ακατόρθωτα στο κατατρόπωμα της φύσης.
Ο Σμόλικας και με τις καλοκαιρινές και τις χειμερινές του φορεσιές και με τους μύθους και τους θρύλους του, την ιστορία του και τη Δρακόλιμνή του, έχει τόσες μεγαλόπρεπες εικόνες, που δεν περιγράφονται με λίγα λόγια, σε μιαν ορειβασία.
Έναν ευγενικό φυσιολάτρη, θα τον έφτανε ίσως, μπορεί και μια μόνο παράσταση, από τις πετροπέρδικες στα μισοχιονισμένα πλάγια του, όταν χοροπαίζουν και γλυκολαλούν και προμηνάν την άνοιξη, πάνω σε λευκοπόρφυρες ηλιολαμπές στ’ ανύποπτα τα ρέματα, τις ώρες που ξεδιψούν αμέριμνες, χωρίς να τις φοβίζουνε πετρίτσια και σταυραετοί, από τα γόηκα και πέρφανα ψηλοπετάγματά τους.

28-7-1977

*Αναδημοσίευση από το βιβλίο του «Θωρώντας βουνά και πέλαγα»

Advertisement