Του Γιάννη Λυμπερόπουλου*
Όσο σκέφτουμαι όλους αυτούς τους αξιομνημόνευτους τύπους της παλιάς Κόνιτσας, το χωρατατζή, τον ψευτοπαλληκαρά, τον Γκιούσμπαση με τα τερτίπια του… τύπους που, όπως φαίνεται, δεν έλειψαν ποτέ απ’ τον μικρό αυτό τόπο, τόσο και πιο πολύ πείθομαι πως η πιο γνήσια, η πιο αυθεντική, η πιο πηγαία μορφή λαϊκής νεοελληνικής τέχνης, μοναδικός σχεδόν θησαυρός της κουλτούρας μας, καθάριο γέννημα του αισθήματος του λαού μας, είναι ο Καραγκιόζης, το θέατρο των σκιών, όπως συνήθιζε να τον αποκαλεί ο «λογιωτατισμός».
Αυτός ο περιφρονημένος Καραγκιόζης, το γιομάτο χυλούς αυτό θέαμα, που ταίριαζε τόσο πολύ στις μύχιες μας, Προαιώνιες επεξεργασίες, χωρίς να ξέρουμε το γιατί, «έδινε» κάθε στιγμή που τον βλέπαμε και τον ακούγαμε, κείνο πούχε ασύλληπτα χαθεί απ’ την παράδοση μας, κείνο που ασυνείδητα διέρρεε μέσα μας, αγνή ουσία της ζωής, το διαχρονικό εγώ του τόπου μας. Ο Καραγκιόζης-χωρατατζής, που μέσα στην ακραία του φτώχεια και δυστυχία διαμόρφωνε τη μοίρα του, υπεύθυνος πάντα, σα ραγιάς, για ό,τι αυθόρμητα σκάρωνε, ο σίφουνας αυτός της άρνησης, που με μια απερίγραπτη απλότητα, σχεδόν ασκητική (δεν είχε να φοβηθεί τίποτα γιατ’ ήταν ο φτωχότερος απ’ όλους, ο Ρωμιός όλων των εποχών) έκανε κάποιες μορφές αντίστασης, απ’ την πιο αθώα (το καλαμπούρι ή το «σιακά», όπως θα λέγαμε στην Κόνιτσα) μέχρι την πιο σκληρή (την ευθεία επίθεση), ήταν στο βάθος για μας ένας «παράλληλος», τηρουμένων βέβαια όλων των αναλογιών, Γούσια Παπακώστας, ο απελευθερωμένος ήρωας που «διακωμωδούσε τους ήρωες» και τάβαζε με την εξουσία και με τους «απάνω» κάθε λογής και διάσωζε τον ανθρωπισμό του μέσα σ’ ένα χώρο Κατοχής. Της οποιασδήποτε Κατοχής.
Δίπλα του ζούσε ο ψευτοπαλληκαράς, ο Χατζηαβάτης-Γούσια Τσάκας, ο μικροδοσίλογος όλων των εποχών. Όλη του η δομή (ψεύτικες αφηγήσεις, ψεύτικοι παληκαρισμοί χωρίς ανταπόκριση, κι’ άλλα φούμαρα) δεν του επέτρεπε ν’ αρνηθεί «μικροεξυπηρετήσεις» στον εξουσιαστή του, τον παραδόπιστο Δερβέναγα ή τον Βελη-Γκέκα, τον Γκιούσμπαση της Κόνιτσας Νετζήπ Εφέντη. Κι’ έτσι γινόταν όργανο, άβουλο και περιφρονημένο στα εκβιαστικά τερτίπια του.
Πότε κάνοντας τον «υποχρεωτικό ενδιάμεσο» στους φυλακισμένους για ν’ αποκτήσει το «λουφέ», που θα έλυε αυτόματα την «περιπλοκή» της ανύπαρκτης ενοχής του δεσμώτη, και πότε σκαρφαλώνοντας στα ρουμάνια της Κόνιτσας προς συνάντηση του «φυγόδικου» Γκογκώρου, ενός ξεραγκιανού (ίσαμε κει πάνω) γίγαντα βαγενά, που ζούσε κει σα διωγμένο αγρίμι, μέσ’ στις σπηλιές, προκαλώντας την Τούρκικη εξουσία, με δόλιο σκοπό να του σφυρίξει, δήθεν από «καλοπροαίρεση ή και φιλία», την ανύπαρκτη αμνηστία του αφέντη, που θάχε σα συνέπεια να πιαστεί το πουλί στα φάκα. — Άντε, ωρέ Γούσια, αν ήρθες για να πιστοβλιακιάσης (φας) κανένα κομμάτι αγριόγιδο, κάτσε και φάε. Μα αν κουβαλάς τίποτε ζαπτιέδες… Μαύρο φίδι και χολοβό που σ’ έφαγε… Καταγέλαστη αφέλεια, που βέβαια δεν έπιασε, μετατράπηκε όμως, για να βολευτούν τα πράγματα και να μη θεωρηθεί αδυναμία, στο ευφάνταστο μυαλό του Κονιτσιώτη σε πρόχειρο ψέμα «πως στάθηκε αδύνατο να τον αντάμωση».
Αλήθεια! Πως έγινε κι’ αφίσαμε να ξεχαστεί αυτός ο ωραίος «Έλληνας», κι’ ακόμα παραπέρα «Ηπειρώτης» Καραγκιόζης, η ψυχή του λαού μας; Αυτό το θέατρο με την «υποδειγματική πληρότητα ρυθμού, την αρμονία υλικού και εκφράσεως»; – Βρε γυναίκα, κάπου ήταν ένα κρεμμύδι. Δεν μου το φέρνεις να φάω το ψωμί μου; — Άααχ! Καραγκιόζη μου, το περιδρόμιασε το Κολλητήρι χτες το βράδυ. Δεν γίνονταν ζαπ, αν δεν τότρωγε. — Βρε το σκασμένο, τις λιχουδιές κυνηγάει! Φρούτο για φρούτο δεν αφήνει εις τον οίκον. Ή το άλλο: — Εγώ διά τον ερωτάν σου, ω Σερήνη, ήλθον εκ Μεσοποταμίας και συ δεν μ’ αγαπείς. (Λέει ο Μέγας Αλέξανδρος στη Σερήνη και κείνη τού απαντάει:) — Εάν δεν σε ηγάπων, ω Αλέξανδρε, δεν θα ηρνούμην και πατέρα και μητέρα και πατρίδαν διά σε… Κάπου άλλου πάλι, λέει ο Μεγαλέξαντρος: … Βόηθα Χρίστε και Παναγιά και συ Αγία Μαρίνα, για να σκοτώσω το θεριό να πάρω τη Σερήνα… Και συνεχίζει με κείνο το αμίμητο: ‘Έξελθε, κατηραμένε όφα…
Ήταν για μας ο Καραγκιόζης η πρώτη ύλη κι’ η μαγιά, που θα βοηθούσε, απροσχημάτιστα, την αναγέννηση του θεάτρου μας. Θα βοηθούσε να μπούμε γρήγορα σε μια πλατειά λεωφόρο θεατρικής ζωής, που λείπει τώρα από τον τόπο, όπως βοήθησε το θέατρο του Λόρκα, κατευθείαν βγαλμένο απ’ τις παραδοσιακές μαριονέττες, την αναγέννηση της ισπανικής και, κοντά σ’ αυτή, της δυτικοευρωπαϊκής θεατρικής ζωής.
Από τα Γιάννινα ξεκίνησε ο ελληνικός Καραγκιόζης, γιαυτό κι’ οι παλιότεροι τον έλεγαν Ηπειρώτη Καραγκιόζη… Καθαρός, ηρωικός, λαϊκός, ανθρώπινος, αληθινός… Κατέβηκε στην Παλιά Ελλάδα, τέλη του περασμένου αιώνα, μαζί με τις μεγάλες κουμπανίες των κλαριτζήδων. Τους Σουλεϊμάνιδες, τον Σπουργίτη, τον Φουσκομπούκα… Κι’ επιβλήθηκε… Έτσι έγινε ο αίτιος να φύγει από τον τόπο ο ανατολίτης Καραγκιόζης, ο τούρκικος, αυτός που λίμναζε στα λιμάνια (Πάτρα, Καλαμάτα, Χαλκίδα, Λαύριο…) και θεωρούνταν αποδιοπομπαίος γιατ’ ήταν «άσεμνος, ασελγής, αναιδής, γιομάτος κυνισμό, πρίαπος… αισχρολόγος…». Θέαμα μόνο για άντρες. Αυτόν που είχε κατά νου κι’ ο Μακρυγιάννης, όταν έβγαζε έξω τις γυναίκες από την παράσταση και διάταζε τον καραγκιοζοπαίχτη να «τα πη όπως τα ξέρει», για τα παλικάρια του…
Στο καμίνι της μακρόχρονης ηπειρώτικης κουλτούρας, ο ξενόφερτος στα Γιάννινα τούρκικος Καραγκιόζης δεν άνθεξε… Στα χρόνια του Αλή Πασά, στα περίεργα κείνα χρόνια του νεοελληνικού διαφωτισμού, με καραγκιοζοπαίχτη τον Ιάκωβο, απόβαλε γρήγορα τα συνοικιακά, βάρβαρα και πρόστυχα —οπωσδήποτε ξένα προς την ντόπια παράδοση— στοιχεία. Τον υπερμεγέθη φαλλό της μορφής του, γύρω από τον οποίο στήνονταν οι φάρσες και τα χοντροκομμένα αστεία. Απόδιωξε τον αδιόρθωτα βωμολόχο Μπεκρή Μουσταφά, τη συνοικιακή πόρνη Ζενέ, τον Χασικλή θεριακλή… … Και κράτησε από το παλιό γρήγορο θέαμα τη θεατρική οικονομία (τέλειο συνδυασμό του χορού, του τραγουδιού και της υποκριτικής…), κράτησε ακόμα και τα στοιχεία της αντίστασης του φτωχού κατά του κατεστημένου, την ηρωική μεγαλοπρέπεια, το πρωτόγονο κι’ οργιώδες πάθος για την απόλυτη Ηθική… Προσαρμόστηκε, έτσι, στο κλίμα των Γιαννίνων… Δέχτηκε κάποιες επιρροές, όπως ήταν φυσικό, κι’ από τον Ιταλό Αρλεκίνο και την κομέντια ντελ άρτε, που επικρατούσε τότε στα γειτονικά Επτάνησα… Μεταβλήθηκε έτσι σ’ έναν πραγματικά Καραγκιόζη Ρωμιό, που στο ρεπερτόριο του άνετα χωρούρεν πια, ο κόσμος της «ρωμιοσύνης» κείνων των χρόνων. Μ’ όλα του τα όνειρα, τους μύθους του, τις λαχτάρες, τους γραφικούς ελληνικούς τύπους… Με την ανάλογη πατριωτική παιδεία και την πανελλήνια ψυχική ενότητα…
Ο Μεγαλέξανδρος της παράδοσης. Κείνο το περίεργο κατασκεύασμα. Κάτι ανάμεσα από Ηρακλή, Οδυσσέα, Αγιώργη, Σεβάχ τον Θαλασσινό, Σφίγγα των Θηβών και Ήρωα της Αποκαλύψεως του Ευαγγελιστού Ιωάννη…
Οι ήρωες των βουνών, των δημοτικών τραγουδιών και του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Ο Κατσαντώνης, ο καπετάν-Γκρης, ο Καραϊσκάκης, ο Αθανάσιος Διάκος, ο Μάρκο Μπότσαρης. Ο Αλή Πασάς με την κυρα-Βασιλική, τον Βελη-Γκέκα και τα παλικάρια.
… Κι’ έπειτα, όλοι οι κλασσικοί τύποι της νεοελληνικής κοινωνίας πούβγαινε τότε από την Τουρκοκρατία, χρωματισμένοι ανάλογα, με τις τοπικές των αντιθέσεις. Ρουμελιώτης — Μωραΐτης. Πατρινός — Κεφαλλωνίτης… … Ο Καραγκιόζης, ο φτωχός κι’ αυθόρμητος Ρωμιός, με τον απόλυτο ψυχικό ρεαλισμό του, που ξεφεύγει απ’ όλους τους κοινωνικούς καταναγκασμούς μ ένα σωρό τεχνάσματα, αλλά τελικά σπάει τα μούτρα του στο κατεστημένο και εισπράττει καρπαζιές από τα αντιπαθητικά όργανα του, τον Χατζηαβάτη, τον Βελη-Γκέκα και τους άλλους…
… Ο Χατζηαβάτης, ο υπολογιστής, ο Ταρτούφος στα μέτρα της ελληνικής πραγματικότητας, ο δήθεν ορθολογιστής ο κομφορμιστής, το όργανο του κατεστημένου, αυτός που δεν έχει λόγο και μπέσα…
… Ο μπαρμπα-Γιώργος, ο «Γιώργο Μπλατσάρας, να ζήσου», όπως λέει ο αρειμάνιος Ρουμελιώτης, με την αγκλίτσα του επ’ ώμου και τη φουστανέλα «με τα τριάντα δύο μπαλλώματα», ο αφελής για την πόλη, ο άμαθος, ο απροσάρμοστος, ο εγωκεντρικός, ο τσιγγούνης που τα κρίνει με τα μέτρα του χωριού, ο γενναίος όμως κατά βάθος και λεβέντης προστάτης του ταλαιπωρημένου Ρωμιού Καραγκιόζη…
… Ο σιορ Διονύσιος, από το Τζάντε, που τραγουδάει τις μελωδικές καντάδες… Ο Κερκυραίος ο Πίπης που, όπως λέει, είναι «αδερφός του Μικιού του Μπριλλή, που επήρε την κουμπούρα του κι’ ανέβηκε στο κάστρο κι’ άμα τον είδε η τούρκικη αρμάτα συάρισε κι’ έφυγε…»
… Ο Γεράσιμος ο Κεφαλλωνίτης, ο ψωροπερήφανος χαμάλης της Πάτρας, που ισχυρίζεται πως «δούλευε στη στοίβα για (γ)ούστο…» Ο Λευκαδίτης, τύπος ανάμεσα από Επτανήσιο και Ρουμελιώτη… Τούτον τον καθαρόαιμο Ρωμιό Καραγκιόζη τον μετάφεραν από την Ήπειρο στην υπόλοιπη Ελλάδα ο Βασίλης Τσίλιας, ο Λιάκος, ο Κονιτσιώτης, ο Θωμάς Αρσενίου, ο Κουλούρας, ο Μπασιάκος, ο Γιάννης Ρούλιας. Απ’ αυτούς τον παράλαβε στην Πάτρα —μεγάλο κέντρο κείνης της εποχής— ο Δημήτρης Σαρντούνης, ο επιλεγόμενος Μίμαρος. Ένας καραγκιοζοπαίχτης με πολύ μεγάλο ταλέντο, μ’ ωραία φωνή για όλα τα είδη του τραγουδιού, με σημαντικές συνθετικές ικανότητες, ένας εξαίρετος ζωγράφος στις φιγούρες του, και τούδωσε φτερά… Στα χνάρια του Μίμαρου βάδισαν ο Σαρδώνης, ο Αγιομαυρίτης, ο Μόλλας, ο Μέμος, ο Σπαθάρης…
Σήμερα το ρεπερτόριο του Καραγκιόζη έχει γύρω στα 200 έργα… … Λένε πως το θέατρο σκιών, το Χαγιάλ Ογουνού των Τούρκων, ήρθε από την Άπω Ανατολή, με τους Μογγόλους. Από την Κίνα, το Σιάμ, την Ιάβα, γύρω στον ενδέκατο αιώνα. Στο Ιράν έγινε το θέατρο των νομάδων, πούτρεχαν στις στέππες. Το Κεμέ Σαέ Γκαρτόν, που κράτησε μέχρι τα τελευταία χρόνια. Στην αυστηρή μωαμεθανική Τουρκία όμως, που το Κοράνι απαγόρευε την παράσταση προσώπων, άργησε να εμφανισθή. Έπρεπε να παρακαμφθεί η απαγόρευση. Και τούτο έγινε στα χρόνια του Ορχάν (14ος αιώνας). Όταν επικράτησε έγινε η κύρια ψυχαγωγία της Ανατολής, κι’ ονομάζονταν «Κολκορτσάκ» ή ακόμα και «Μεϊντάνι του Κιουστερή». Του σιεχ Κιουστερή, που οι λαοί της Μέσης Ανατολής θεωρούσαν σα δημιουργό του.
Άλλοι πάλι βρίσκουν πως ο Καραγκιόζης είναι κατ’ ευθείαν απόγονος της αρχαίας ελληνικής κωμωδίας. Και τον βγάζουν έτσι ιθαγενή….»
*Αναδημοσίευση από το βιβλίο του Γιάννη Λυμπερόπουλου, «Παζαριού ανατομή», εκδόσεις «Ροές» 2008.